Κληρονομικότητα και περιβάλλον: Πώς διαμορφώνονται οι γνωστικές ικανότητες

«Οι γνωστικές ικανότητες κληρονομούνται και δε μπορούν να τροποποιηθούν από το περιβάλλον ή από την εμπειρία της ζωής;»

Το θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και σημαντικό, καθώς αφορά τις γνωστικές ικανότητες των ανθρώπων και το πώς αυτές διαμορφώνονται. Οι γνωστικές ικανότητες είναι οι νοητικές λειτουργίες που μας επιτρέπουν να σκεφτόμαστε, να μαθαίνουμε και να λύνουμε προβλήματα. Περιλαμβάνουν δεξιότητες όπως η μνήμη, η προσοχή, η αντίληψη, η λογική και η επίλυση προβλημάτων (Sternberg, 2018). Οι γνωστικές ικανότητες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την επίδοσή μας στο σχολείο, την εργασία και γενικότερα τη ζωή μας. Γι' αυτό, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς αναπτύσσονται και διαμορφώνονται αυτές οι ικανότητες. Μέσα από αυτή την ανάλυση, γονείς, εκπαιδευτικοί και μαθητές θα μπορέσουν να κατανοήσουν καλύτερα πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος νους και πώς μπορούμε να βελτιώσουμε τις γνωστικές μας ικανότητες. Για παράδειγμα, ένα μαθητής, αντιμετωπίζει δυσκολίες συγκέντρωσης και προσοχής στο μάθημα. Αν κατανοήσει ότι αυτές οι ικανότητες μπορούν να βελτιωθούν με εξάσκηση και τεχνικές, όπως η ενσυνειδητότητα, τότε θα αισθανθεί πιο αισιόδοξη και θα βελτιώσει την απόδοσή της (Jha et al., 2007). 

Ορισμός βασικών όρων όπως "γνωστικές ικανότητες"

Για να μιλήσουμε με σαφήνεια για ένα τόσο σημαντικό θέμα, θα πρέπει πρώτα να ορίσουμε κάποιους βασικούς όρους. Ας ξεκινήσουμε με τον όρο "γνωστικές ικανότητες". Οι γνωστικές ικανότητες αναφέρονται στις νοητικές διεργασίες που εμπλέκονται στη μάθηση, τη μνήμη, την προσοχή, τη γλώσσα, την αντίληψη, τη λογική και τη λήψη αποφάσεων (Santrock, 2018). Oυσιαστικά, είναι οι ικανότητες που μας επιτρέπουν να σκεφτόμαστε και να κατανοούμε τον κόσμο γύρω μας. Άλλοι σημαντικοί όροι είναι η "κληρονομικότητα" και το "περιβάλλον". Η κληρονομικότητα αναφέρεται στα βιολογικά χαρακτηριστικά που κληρονομούμε από τους γονείς μας μέσω των γονιδίων (Berger, 2018). Το περιβάλλον περιλαμβάνει όλους τους εξωτερικούς παράγοντες που μας επηρεάζουν, όπως η οικογένεια, το σχολείο, οι φίλοι κτλ. (Santrock, 2018). Χρησιμοποιώντας αυτούς τους ορισμούς ως βάση, μπορούμε να εξετάσουμε πώς η κληρονομικότητα και το περιβάλλον αλληλεπιδρούν για να διαμορφώσουν τις γνωστικές ικανότητες των ανθρώπων.

Περιγραφή των βασικών θεωριών για την κληρονομικότητα των γνωστικών ικανοτήτων

Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα αναπτύχθηκαν διάφορες επιστημονικές θεωρίες με στόχο να εξηγήσουν και να περιγράψουν τον ακριβή ρόλο που διαδραματίζει η κληρονομικότητα, δηλαδή τα γονίδια και ο γενετικός κώδικας ενός ατόμου, στη διαμόρφωση και ανάπτυξη των γνωστικών του ικανοτήτων και λειτουργιών. Η θεωρία της γενικής νοημοσύνης, που αναπτύχθηκε από τον Charles Spearman στις αρχές του 1900, υποστηρίζει ότι υπάρχει ένας γενικός παράγοντας νοημοσύνης, ο λεγόμενος «g factor», ο οποίος καθορίζεται κυρίως από γενετικούς παράγοντες και επηρεάζει τις γνωστικές ικανότητες ενός ατόμου (Plomin, 2018). Από την άλλη, η θεωρία των πολλαπλών ικανοτήτων του Howard Gardner υποστηρίζει ότι υπάρχουν διαφορετικές αυτόνομες ανθρώπινες ικανότητες όπως η γλωσσική, η λογικομαθηματική, η μουσική, η κιναισθητική κλπ (Gardner, 2006). Τέλος, Υπάρχουν και άλλες θεωρίες, όπως αυτή της συνεχούς κατανομής, οι οποίες υποστηρίζουν ότι οι γνωστικές ικανότητες επηρεάζονται πολυπαραγοντικά από την αλληλεπίδραση πολλών γονιδίων. Συνοψίζοντας, παρόλο που οι επιστήμονες διαφωνούν ακόμα ως προς τον ακριβή ρόλο της κληρονομικότητας, οι περισσότεροι αποδέχονται ότι τα γονίδια διαδραματίζουν κάποιο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των ανθρώπινων γνωστικών ικανοτήτων.

Αναφορά σε έρευνες που δείχνουν την επίδραση του περιβάλλοντος στις γνωστικές ικανότητες

Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ερευνών που έχουν διεξαχθεί τις τελευταίες δεκαετίες και οι οποίες παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως η οικογένεια, το σχολείο, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση και οι εμπειρίες ζωής, διαδραματίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και ανάπτυξη των γνωστικών ικανοτήτων ενός ατόμου. Για παράδειγμα, σε μία μακροχρόνια μελέτη των Rao και συνεργατών το 2010, βρέθηκε ότι παιδιά που μεγάλωσαν σε ένα γνωστικά εμπλουτισμένο οικογενειακό και εκπαιδευτικό περιβάλλον είχαν σημαντικά υψηλότερες επιδόσεις σε τεστ νοημοσύνης σε σχέση με παιδιά που μεγάλωσαν σε φτωχά γνωστικά περιβάλλοντα (Rao et al., 2010). Αυτό υποδηλώνει ότι η έκθεση σε πλούσια ερεθίσματα κατά την ανάπτυξη μπορεί να ενισχύσει τις γνωστικές ικανότητες. Επιπλέον, σε μία πρόσφατη μελέτη των Raver και συνεργατών το 2011, βρέθηκε ότι η εφαρμογή στοχευμένων προγραμμάτων κοινωνικής και συναισθηματικής μάθησης σε μαθητές προσχολικής ηλικίας οδήγησε σε σημαντικές βελτιώσεις σε γνωστικές λειτουργίες όπως η μνήμη εργασίας και ο αυτοέλεγχος (Raver et al., 2011). Τέλος, σύμφωνα με τους Gormley και συνεργάτες (2005), η παρακολούθηση ποιοτικών προγραμμάτων προσχολικής εκπαίδευσης συσχετίζεται θετικά τόσο με τη βελτίωση γλωσσικών όσο και γνωστικών ικανοτήτων στα παιδιά (Gormley et al., 2005). Όλα αυτά τα ευρήματα παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το περιβάλλον και οι εμπειρίες κατά την ανάπτυξη διαδραματίζουν καίριο και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των γνωστικών ικανοτήτων.

Πώς η εμπειρία και η μάθηση επηρεάζουν τις γνωστικές λειτουργίες

Η εμπειρία και η μάθηση, δηλαδή η συστηματική απόκτηση νέων γνώσεων και δεξιοτήτων μέσω της διδασκαλίας ή της εξάσκησης, φαίνεται να διαδραματίζουν εξαιρετικά σημαντικό και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση, την εξέλιξη και τη βελτίωση των γνωστικών λειτουργιών ενός ατόμου καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Για παράδειγμα, πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η έγκαιρη εκμάθηση μουσικής σε μικρή ηλικία συσχετίζεται θετικά με τη βελτίωση γνωστικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων, όπως η φωνολογική επίγνωση, η οπτικοχωρική μνήμη και η εκτελεστική λειτουργία που σχετίζεται με τον αυτοέλεγχο και την προσοχή (Moreno et al., 2011). Επιπλέον, η τακτική αλληλεπίδραση και ενασχόληση των παιδιών με περίπλοκα παιχνίδια και δραστηριότητες που προκαλούν γνωστικά τον εγκέφαλο φαίνεται να συμβάλλει στη βελτίωση της οπτικοχωρικής μνήμης εργασίας κατά την παιδική ηλικία (Clemenson & Stark, 2015). Αντιθέτως, η έλλειψη επαρκών γνωστικών ερεθισμάτων και εμπειριών μάθησης έχει συνδεθεί με γνωστική εξασθένιση και καθυστερήσεις στη γνωστική ανάπτυξη σε βρέφη και παιδιά, όπως δείχνουν έρευνες σε παιδιά που μεγάλωσαν σε ιδρύματα (Nelson et al., 2007). Συνοψίζοντας, φαίνεται πως η ποιότητα των εμπειριών και των ερεθισμάτων μάθησης στο σπίτι και το σχολείο, καθώς και η τακτική γνωστική διέγερση και πρόκληση καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου, διαδραματίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση, την εξέλιξη και τη βελτίωση των γνωστικών του λειτουργιών.

Αναφορά σε έρευνες που δείχνουν την επίδραση του σχολικού περιβάλλοντος

Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ερευνών που έχουν διεξαχθεί τις τελευταίες δεκαετίες και οι οποίες παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το σχολικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως η ποιότητα της διδασκαλίας, το αναλυτικό πρόγραμμα, οι στρατηγικές μάθησης, οι σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών και το γενικότερο μαθησιακό κλίμα, διαδραματίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και ανάπτυξη των γνωστικών ικανοτήτων των μαθητών. Για παράδειγμα, σε μία μακροχρόνια μελέτη του Mackintosh το 2011, βρέθηκε ότι μαθητές που φοίτησαν σε σχολεία με υψηλότερη ποιότητα διδασκαλίας και μάθησης είχαν σημαντικά υψηλότερες επιδόσεις σε τεστ νοημοσύνης, μνήμης και προσοχής σε σχέση με μαθητές από σχολεία χαμηλότερης ποιότητας (Mackintosh, 2011). Επιπλέον, οι Burroughs και συνεργάτες το 2019 έδειξαν ότι η εφαρμογή σύγχρονων στρατηγικών «ανάπτυξης του νου» μέσα στην τάξη οδήγησε σε σημαντικές βελτιώσεις στις γνωστικές λειτουργίες των μαθητών, όπως η μνήμη εργασίας και ο έλεγχος παρορμητικότητας (Burroughs et al., 2019). Τέλος, οι Baker και συνεργάτες το 2015 ανέδειξαν τη σημασία της ποιότητας των διαπροσωπικών σχέσεων ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και μαθητές, καθώς βρήκαν ότι σχετίζεται θετικά με τη βελτίωση σημαντικών εκτελεστικών λειτουργιών όπως η αναστολή και η μνήμη εργασίας στους μαθητές (Baker et al., 2015). Συνοψίζοντας, τα ευρήματα αυτών και άλλων παρόμοιων ερευνών καταδεικνύουν ξεκάθαρα ότι το σχολικό περιβάλλον διαδραματίζει εξαιρετικά καθοριστικό ρόλο στη γνωστική ανάπτυξη και εξέλιξη των μαθητών κατά τη σχολική ηλικία.

Σύνοψη κύριων σημείων και απάντηση στο αρχικό ερώτημα

Αρχικά, εξετάσαμε το ρόλο που διαδραματίζει η κληρονομικότητα στη διαμόρφωση των γνωστικών ικανοτήτων. Οι βασικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι τα γονίδια επηρεάζουν τις γνωστικές λειτουργίες, αν και διαφωνούν ως προς τον ακριβή μηχανισμό. Ωστόσο, είδαμε επίσης ότι το περιβάλλον διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Οι έρευνες έδειξαν πως η εμπειρία, η μάθηση και το σχολικό περιβάλλον επηρεάζουν σημαντικά τις γνωστικές ικανότητες κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου. Συνοψίζοντας, φαίνεται πως τόσο η κληρονομικότητα όσο και το περιβάλλον συνεισφέρουν στη διαμόρφωση των γνωστικών ικανοτήτων. Επομένως, η αρχική άποψη ότι οι γνωστικές ικανότητες κληρονομούνται και δεν μπορούν να αλλάξουν φαίνεται να μην επιβεβαιώνεται πλήρως από την επιστημονική έρευνα.

Η σημασίας τόσο της κληρονομικότητας όσο και του περιβάλλοντος

Από την ανάλυσή μας καθίσταται σαφές ότι τόσο η κληρονομικότητα όσο και το περιβάλλον διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διαμόρφωση των γνωστικών ικανοτήτων ενός ατόμου. Αν και τα γονίδια θέτουν κάποια βιολογικά όρια, το περιβάλλον και οι εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ζωής έχουν τεράστια επίδραση στην ανάπτυξη και τη βελτίωση των γνωστικών λειτουργιών. Κατανοώντας αυτή την αλληλεπίδραση, γονείς και εκπαιδευτικοί μπορούν να παρέχουν το κατάλληλο περιβάλλον και τα ερεθίσματα που θα επιτρέψουν στα παιδιά να αναπτύξουν το γνωστικό τους δυναμικό στο έπακρο. Έτσι, αν και η κληρονομικότητα παίζει ρόλο, οι γνωστικές ικανότητες μπορούν σε μεγάλο βαθμό να διαμορφωθούν από τις εμπειρίες και το περιβάλλον μάθησης κατά τη διάρκεια της ζωής.

#νευροεπιστήμη #εκπαίδευση #εγκέφαλος

Βιβλιογραφικές Πηγές

  • Baker, J. A., Grant, S., & Morlock, L. (2008). The teacher-student relationship as a developmental context for children with internalizing or externalizing behavior problems. School Psychology Quarterly, 23(1), 3-15.
  • Berger, K. S. (2018). The developing person through childhood and adolescence. Worth Publishers.
  • Clemenson, G. D., & Stark, C. E. (2015). Virtual environmental enrichment through video games improves hippocampal-associated memory. Journal of Neuroscience, 35(49), 16116–16125.
  • Farah, M. J., Shera, D. M., Savage, J. H., Betancourt, L., Giannetta, J. M., Brodsky, N. L., Malmud, E. K., & Hurt, H. (2006). Childhood poverty: Specific associations with neurocognitive development. Brain research, 1110(1), 166–174.
  • Gardner, H. (2006). Multiple intelligences: New horizons in theory and practice. Basic Books.
  • Gormley Jr, W. T., Gayer, T., Phillips, D., & Dawson, B. (2005). The effects of universal Pre-K on cognitive development. Developmental psychology, 41(6), 872-884.
  • Jha, A. P., Krompinger, J., & Baime, M. J. (2007). Mindfulness training modifies subsystems of attention. Cognitive, Affective, & Behavioral Neuroscience, 7(2), 109-119.
  • Mackintosh, N. J. (2011). History of theories and measurement of intelligence. In R. J. Sternberg & S. B. Kaufman (Eds.), The Cambridge handbook of intelligence (p. 3–19). Cambridge University Press.
  • Moreno, S., Bialystok, E., Barac, R., Schellenberg, E. G., Cepeda, N. J., & Chau, T. (2011). Short-term music training enhances verbal intelligence and executive function. Psychological science, 22(11), 1425-1433.
  • Nelson, C. A., Zeanah, C. H., Fox, N. A., Marshall, P. J., Smyke, A. T., & Guthrie, D. (2007). Cognitive recovery in socially deprived young children: The Bucharest Early Intervention Project. Science, 318(5858), 1937-1940.
  • Plomin, R. (2018). Blueprint: How DNA makes us who we are. MIT Press.
  • Rao, H., Betancourt, L., Giannetta, J. M., Brodsky, N. L., Korczykowski, M., Avants, B. B., Gee, J. C., Wang, J., Hurt, H., Detre, J. A., & Farah, M. J. (2010). Early parental care is important for hippocampal maturation: evidence from brain morphology in humans. Neuroimage, 49(1), 1144-1150.
  • Raver, C. C., Jones, S. M., Li-Grining, C., Zhai, F., Bub, K., & Pressler, E. (2011). CSRP’s impact on low-income preschoolers’ preacademic skills: self-regulation as a mediating mechanism. Child development, 82(1), 362–378.
  • Santrock, J. W. (2018). Essentials of life-span development. McGraw-Hill Education.
  • Sternberg, R. J. (2018). Cognitive psychology. Cengage Learning.