Πόσο ελεύθερες είναι οι σκέψεις μας - Πόσο ορθολογικοί είμαστε (ψυχολογία, νευροεπιστήμες)

Το παράδοξο του ορθολογισμού

Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως οι άνθρωποι είμαστε όντα λογικά. Κατορθώσαμε να ξεκλειδώσουμε πολλά από τα μυστήρια του σύμπαντος, της ζωής, του ίδιου μας του εγκεφάλου, ταξιδέψαμε στο διάστημα, αυξήσαμε θεαματικά το προσδόκιμο ζωής. Παράλληλα όμως με τα λαμπρά τούτα επιτεύγματα, συναντούμε και άλλα λιγότερο λαμπρά. Το 23% των Ελλήνων θεωρεί, για παράδειγμα, πως η αστρολογία αποτελεί επιστήμη, πιστεύει, δηλαδή, πως η θέση των πλανητών σε σχέση με τους αστερισμούς την ώρα που γεννιόμαστε επηρεάζει την προσωπικότητά μας και πως η κίνησή τους κατά τη διάρκεια της ζωής μας καθορίζει την τύχη μας, και πως όλο αυτό αποτελεί δήθεν επιστημονική θεωρία. Δεν είναι βέβαια μόνο η αστρολογία: το 29% των συμπολιτών μας απορρίπτει τη θεωρία της εξέλιξης, το 66% πιστεύει στο μάτιασμα, το 40% στη μαγεία. Άλλη μορφή ανορθολογικών αντιλήψεων αποτελούν οι θεωρίες συνωμοσίας: το 26% των Ελλήνων πιστεύει ότι μας ψεκάζουν, ενώ το 36% πως το φάρμακο για τον καρκίνο έχει βρεθεί και μας το κρύβουν. Εάν λοιπόν οι άνθρωποι είμαστε λογικά όντα, πώς εξηγείται ο διάχυτος ανορθολογισμός που διατρέχει τις κοινωνίες μας; Όπου και να στραφούμε συναντάμε ψευδοεπιστημονικές δοξασίες, θεωρίες συνωμοσίας, ψευδείς ειδήσεις και προτάσεις για εναλλακτικές θεραπείες. Αν κάποτε τα νομίζαμε όλα αυτά ακίνδυνα, τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων και η πανδημία ήρθαν να μας δείξουν πως ο ανορθολογισμός βλάπτει σοβαρά τις κοινωνίες, τις δημοκρατίες αλλά και τις ίδιες μας τις ζωές. Γιατί όμως χρειαζόμαστε τον ορθολογισμό; Τα κινήματα του ρομαντισμού μάς προτρέπουν να διαρρήξουμε τα δεσμά της λογικής και να ακολουθήσουμε την καρδιά και το συναίσθημά μας, ακόμα κι όταν πρόκειται να επιλέξουμε τον σύντροφο με τον οποίο θα μοιραστούμε το υπόλοιπο της ζωής μας. Οι θρησκείες προκρίνουν την πίστη έναντι της λογικής. Ακόμα και ακαδημαϊκά κινήματα, όπως το φιλοσοφικό κίνημα του μεταμοντερνισμού, ισχυρίζονται πως η επιστήμη, η λογική, και η αντικειμενικότητα αποτελούν κοινωνικά κατασκευάσματα. Έτσι, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι ακούν για ορθολογισμό φαντάζονται κάτι στεγνό, αυστηρά διανοητικό, ξεκομμένο από το συναίσθημα. Η αντίληψη όμως αυτή είναι λανθασμένη και έρχεται σε αντίθεση με τη σύγχρονη θεώρηση του νου. Μελέτες στις νευροεπιστήμες έχουν δείξει πως ασθενείς με διαταραχές στη ρύθμιση των συναισθημάτων τους, μερικές φορές λόγω εγκεφαλικής βλάβης σε περιοχές που ρυθμίζουν τις συναισθηματικές αποκρίσεις, παρουσιάζουν μειωμένη ικανότητα λήψης ορθών αποφάσεων. Συνεπώς, τα συναισθήματα όχι μόνο δεν αποτελούν τροχοπέδη στη λογική σκέψη αλλά, αντίθετα, η λογική είναι αδύνατο να λειτουργήσει δίχως τα συναισθήματα. Η ίδια η επιστήμη άλλωστε δεν είναι μια αυστηρά διανοητική διαδικασία, όπως συχνά νομίζεται, αλλά η περιέργεια, η δημιουργικότητα, η χαρά της ανακάλυψης, η απογοήτευση για την αποτυχία αποτελούν συστατικά της καθημερινότητας ενός επιστήμονα. Επιπλέον, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ούτε η πρόσληψη της επιστήμης είναι μια ψυχρή, διανοητική διαδικασία, αλλά τα συναισθήματα, οι προδιαθέσεις και οι πεποιθήσεις μας, συνυφαίνονται βαθιά με το πώς αντιλαμβανόμαστε και προσλαμβάνουμε την επιστήμη, όπως άλλωστε συμβαίνει και με κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα.


Ο διαιρεμένος νους

Ο διαιρεμένος νους (θυμική ευρετική) - Τι είναι η λογική (ψυχολογία, νευροεπιστήμες)Τι είναι όμως η λογική; Και γιατί ενώ γνωρίζω ποιο είναι το καλό για εμένα -το ορθολογικό- είναι τόσο δύσκολο να το κάνω πράξη; To ερώτημα αυτό έχει απασχολήσει την ανθρωπότητα από την εποχή των αρχαίων φιλοσόφων. Σήμερα βρισκόμαστε πλησιέστερα στην απάντηση αυτού του ερωτήματος χάρη στην πρόοδο των επιστημών που ως στόχο έχουν να κατανοήσουν τη φύση του ανθρώπου, όπως η ψυχολογία και οι νευροεπιστήμες. Γνωρίζουμε, λοιπόν, πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν οι ασυνείδητες λειτουργίες του νου, όπως τα ορμέμφυτα, οι παρορμήσεις, οι ενστικτώδεις αντιδράσεις, τα συναισθήματα και οι διαισθήσεις στη διαμόρφωση κρίσεων και τη λήψη αποφάσεων. Ο ψυχολόγος Τζόναθαν Χάυντ έχει χαρακτηρίζει τον λογικό νου ως έναν αναβάτη που βρίσκεται στη ράχη ενός ελέφαντα. Ο αναβάτης είναι για τον Χάυντ η συνειδητή, η έλλογη σκέψη. Από την άλλη, ο ελέφαντας αντιπροσωπεύει τις ενστικτώδεις αντιδράσεις, τα συναισθήματα και τις διαισθήσεις, όλα αυτά δηλαδή που απαρτίζουν το μεγαλύτερο μέρος του αυτόματου, του ασυνείδητου μέρους του νου. Ο ελέφαντας λοιπόν είναι που καθορίζει, σύμφωνα με τον Χάυντ, τις κρίσεις μας, ηθικές, αισθητικές και άλλες. Έτσι, ενώ συχνά νομίζουμε πως καταλήξαμε σε ένα συμπέρασμα έπειτα από ορθολογική σκέψη, στην πραγματικότητα λαμβάνουμε συνήθως αποφάσεις γρήγορα και διαισθητικά με το ασυνείδητο μέρος του νου, δηλαδή με τον ελέφαντα, και στη συνέχεια έρχεται η συνειδητή σκέψη, δηλαδή ο αναβάτης, και εφευρίσκει επιχειρήματα που δικαιολογούν αυτήν την ήδη προειλημμένη απόφαση. Όταν βλέπουμε, για παράδειγμα, έναν πίνακα ζωγραφικής το ασυνείδητο μέρος του νου αποφασίζει γρήγορα και διαισθητικά αν ο πίνακας μάς αρέσει ή όχι. Έρχεται στη συνέχεια η συνειδητή σκέψη, και ντύνει με λέξεις αυτήν την ήδη προειλημμένη απόφαση. Το ίδιο συμβαίνει και όταν καλούμαστε να αξιολογήσουμε μια άποψη. Έχουμε διαισθητικά αποφασίσει αν αυτό που ακούμε μας αρέσει ή όχι -σύμφωνα με τις πρότερες πεποιθήσεις, αντιλήψεις ή κοσμοθεωρίες μας- και στη συνέχεια εφευρίσκουμε λόγους που δικαιολογούν αυτήν την απόφαση. Όταν δύο άνθρωποι έχουν ισχυρές απόψεις για ένα ζήτημα, τα συναισθήματα τους προηγούνται, και οι λόγοι επινοούνται εκ των υστέρων. Γι’ αυτό και όταν αντικρούουμε ένα επιχείρημα, ο συνομιλητής μας δεν αλλάζει πάντα γνώμη. Αυτό συμβαίνει καθώς, πολλές φορές, η τοποθέτησή του δεν στηριζόταν στο επιχείρημα που αντικρούσαμε. Το επιχείρημα κατασκευάστηκε αφού η κρίση είχε ήδη διατυπωθεί. Η στάση αυτή σχετίζεται με αυτό που οι γνωστικοί ψυχολόγοι αποκαλούν «θυμική ευρετική». Οι άνθρωποι πολλές φορές διαμορφώνουμε τις πεποιθήσεις μας καθοδηγούμενοι από τα συναισθήματά μας. Για παράδειγμα, βρίσκουμε ελκυστικά τα χαρακτηριστικά των πολιτικών που συμπαθούμε, ενώ, αντίθετα, μας ενοχλεί το παρουσιαστικό ή ακόμα και η φωνή αυτών που αντιπαθούμε. Η συναισθηματική μας στάση απέναντι σε θέματα όπως η πυρηνική ενέργεια, τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα ή τα εμβόλια καθοδηγεί τις πεποιθήσεις μας γύρω από τα οφέλη ή του κινδύνους που αυτά συνεπάγονται. Αν συναισθηματικά διάκειμαι αρνητικά προς κάποιο απ’ αυτά είναι πιθανό να ισχυριστώ πως οι κίνδυνοι είναι υψηλότεροι από τα οφέλη. Ενώ λοιπόν νομίζουμε πως στην καθημερινότητά μας λειτουργούμε ως επιστήμονες που ζυγίζουν πρώτα τα δεδομένα κι έπειτα καταλήγουν σε αποφάσεις, στην πραγματικότητα λειτουργούμε ως δικηγόροι. Λαμβάνουμε, δηλαδή, μια απόφαση γρήγορα και διαισθητικά, με το ασυνείδητο μέρος του νου, και στη συνέχεια έρχεται η συνειδητή σκέψη και εφευρίσκει επιχειρήματα που δικαιολογούν αυτήν την ήδη προειλημμένη απόφαση. Ο αναβάτης, λοιπόν, γίνεται συνήγορος που μάχεται να πείσει τους άλλους για την ορθότητα της γνώμης του ελέφαντα. Αντίστοιχα, ο νομπελίστας ψυχολόγος Ντάνιελ Κάνεμαν με τον συνεργάτη του Έιμος Τβέρσκι έχουν υποστηρίξει πως τη σκέψη μας καθοδηγούν δύο συστήματα. Το Σύστημα 1, όπως το αποκαλούν, είναι γρήγορο και διαισθητικό. Λειτουργεί ασυνείδητα με ελάχιστη ή καθόλου προσπάθεια. Αντίθετα, το Σύστημα 2 είναι έλλογο, αργό και οι διαδικασίες στις οποίες εμπλέκεται είναι επίμοχθες. Απαιτούν περίσκεψη, συγκέντρωση και εστίαση της προσοχής. Για παράδειγμα, το αυτόματο και διαισθητικό Σύστημα 1 ενεργοποιείται όταν εκτελούμε απλούς υπολογισμούς, όπως πόσο κάνει 2+2, ή όταν οδηγούμε σε έναν άδειο δρόμο, ή όταν αποφασίζουμε αν συμπαθούμε ή αντιπαθούμε κάποιον με βάση τη χροιά της φωνής του ή την εξωτερική του εμφάνιση. Αυτές οι γρήγορες και διαισθητικές κρίσεις υπήρξαν και παραμένουν χρήσιμες, τόσο κατά την εξελικτική μας πορεία όσο και στο σύγχρονο περιβάλλον. Θα αποτελούσε σπατάλη χρόνου και ενέργειας η προσεκτική εξέταση κάθε μικρής απόφασης που λαμβάνουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αντίθετα, το Σύστημα 2 δραστηριοποιείται όταν πραγματοποιούμε πολύπλοκους υπολογισμούς, όπως πόσο κάνει 17x24, ή όταν θέλουμε να παρκάρουμε σε μια δύσκολη θέση, όπου κλείνουμε τη μουσική και σταματάμε τη συζήτηση, ή όταν ελέγχουμε την εγκυρότητα ενός σύνθετου λογικού επιχειρήματος. Τα περισσότερα απ’ όσα σκεφτόμαστε και πράττουμε -ισχυρίζονται οι Κάνεμαν και Τβέρσκι- προέρχονται από το διαισθητικό Σύστημα 1, όταν όμως τα πράγματα δυσκολεύουν αναλαμβάνει δράση το Σύστημα 2. Μολονότι ο ιδιαίτερα δημοφιλής αυτός διαχωρισμός της νοητικής μας λειτουργίας έχει επικριθεί ως απλουστευτικός, αποτελεί ένα χρήσιμο ερμηνευτικό εργαλείο που διακρίνει μεταξύ των διαισθητικών, ασυνείδητων διεργασιών και της πιο σύνθετης αναλυτικής σκέψης κατά τη λήψη αποφάσεων. Επιπλέον, τα συστήματα αυτά δεν αντιστοιχούν απαραίτητα σε ανατομικά συστήματα του εγκεφάλου αλλά αποτελούν δύο τρόπους λειτουργίας. To Σύστημα 1 αναφέρεται σε γρήγορες, αυτόματες κρίσεις, ενώ το Σύστημα 2 σε διεξοδικούς συλλογισμούς και αναστοχαστικές σκέψεις. Αυτός ο καταμερισμός εργασιών λειτουργεί ως επί το πλείστον με επιτυχία, καθώς οι προβλέψεις που κάνει το διαισθητικό Σύστημα 1 είναι τις περισσότερες φορές ακριβείς. Σε κάποιες όμως περιπτώσεις το Σύστημα αυτό λανθάνει, υποπίπτει σε σειρά από μεροληψίες και γνωστικές πλάνες, που μας οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα. Σε κάποιες από αυτές τις γνωστικές προκαταλήψεις θα αναφερθούμε στη συνέχεια ώστε να μάθουμε να τις αναγνωρίζουμε και, ει δυνατόν, να τις αποφεύγουμε όταν λαμβάνουμε κρίσιμες αποφάσεις.


Η τέχνη του να μην έχεις πάντα δίκιο

Η τέχνη του να μην έχεις πάντα δίκιο - υποκινούμενη συλλογιστική, προκατάληψη επιβεβαίωσης - ψυχολογίαΟι άνθρωποι αποφεύγουμε να επιβιβαστούμε στο τρένο της λογικής επειδή φοβόμαστε το πού θα μας βγάλει. Ίσως μας οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα που δεν μας αρέσει. Ίσως κλονίσει τα δόγματα και τις κοσμοθεωρίες μας. Έτσι, μηχανευόμαστε κάθε είδους τέχνασμα, ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα που εμείς επιθυμούμε, μια μεροληψία που οι ψυχολόγοι αποκαλούν «υποκινούμενη συλλογιστική». Πρόκειται για την ασυνείδητη προτίμησή μας να βγούμε κερδισμένοι από μια διαφωνία, παρά να οδηγηθούμε στην αλήθεια. Το ίδιο συμβαίνει και όταν αναζητούμε στοιχεία που υποστηρίζουν ή διαψεύδουν μια πεποίθηση. Έχουμε αποφασίσει εκ των προτέρων με ποια θέση, με ποιο στρατόπεδο, θα συνταχθούμε και στη συνέχεια αναζητούμε λόγους που δικαιολογούν την απόφαση αυτή. Έτσι, κάποιος που επιδεικνύει διστακτικότητα απέναντι στον εμβολιασμό, αναζητά στο διαδίκτυο στοιχεία που υποστηρίζουν τις αντιρρήσεις και τις φοβίες του, απορρίπτοντας τα δεδομένα που τις αντικρούουν. Αν τα δεδομένα είναι αντίθετα προς το συμπέρασμα στο οποίο θέλει να καταλήξει, τότε φταίνε τα δεδομένα. Άλλες, πάλι, φορές, δεν απορρίπτει απλώς τις άβολες πληροφορίες, αλλά αμφισβητεί την ίδια την εγκυρότητα των ειδικών που τις εκφέρουν, ανεξαρτήτως των ακαδημαϊκών τους επιτευγμάτων. Εμείς ακούμε τους «πραγματικούς» επιστήμονες, λέει, όχι τους άλλους που τα «παίρνουν» από τις κυβερνήσεις και τις μεγάλες εταιρίες. Η τάση μας, λοιπόν, να απορρίπτουμε ή τουλάχιστον να αποδεχόμαστε δυσκολότερα δεδομένα που αντικρούουν τις πεποιθήσεις μας, ενώ αποδεχόμαστε με ευκολία στοιχεία που τις επιβεβαιώνουν, ονομάζεται «προκατάληψη επιβεβαίωσης». Έτσι, διαβάζουμε τον Τύπο του πολιτικού χώρου στον οποίο ανήκουμε και κλείνουμε τα αυτιά μας στις αντίθετες απόψεις. Εντοπίζουμε με ευκολία τα λογικά σφάλματα στον συλλογισμό των άλλων, τη στιγμή που αραδιάζουμε αστεία επιχειρήματα όταν πρόκειται να δικαιολογήσουμε τις δικές μας θέσεις. Σε μια μελέτη στις ΗΠΑ, οι ερευνητές έδειξαν στους συμμετέχοντες βίντεο με κάποια διαδήλωση στην είσοδο ενός κτηρίου. Στην πρώτη περίπτωση, το βίντεο παρουσιάστηκε ως διαμαρτυρία κατά των εκτρώσεων μπροστά από μια κλινική. Όσοι από του συμμετέχοντες ήταν συντηρητικοί στις πολιτικές τους θέσεις, είδαν στο βίντεο απλώς μια ειρηνική διαδήλωση. Αντίθετα, όσοι ήταν φιλελεύθεροι είδαν τους διαδηλωτές να μπλοκάρουν την είσοδο του κτηρίου και να απευθύνονται με τρόπο απαξιωτικό στους εισερχόμενους. Όταν, πάλι, το ίδιο βίντεο παρουσιάστηκε ως διαμαρτυρία κατά του αποκλεισμού των ομοφυλόφιλων από τον στρατό, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Οι συντηρητικοί είδαν σκηνές βίας, ενώ οι φιλελεύθεροι μια ήρεμη διαδήλωση. Βλέπουμε, λοιπόν, πως προσλαμβάνουμε και προσαρμόζουμε το ίδιο ακριβώς γεγονός στις δικές μας πεποιθήσεις. Αυτό, βέβαια, δεν πρέπει να εκπλήσσει τους ποδοσφαιρόφιλους. Οι φίλαθλοι καταλογίζουν πάντα περισσότερες παραβάσεις στην αντίπαλη ομάδα, παρά στη δική τους. Όλα τα παραπάνω εξηγούν σε κάποιον βαθμό τη δημοτικότητα που απολαμβάνουν οι ψευδείς ειδήσεις. Κάποιος έχει διαμορφώσει, για παράδειγμα, την πεποίθηση πως ο τάδε πολιτικός είναι ανεπαρκής. Περνά, λοιπόν, από μπροστά του η είδηση πως ο πολιτικός αυτός υπέπεσε σε κάποιο ατόπημα. Ας υποθέσουμε πως η είδηση αυτή είναι ψευδής. Καθώς η είδηση αυτή ενισχύει την άποψή του για τον πολιτικό, σπεύδει να τη μοιραστεί δίχως να ελέγξει την εγκυρότητά της. Αν μάλιστα κάποιος του επισημάνει την ανακρίβεια της είδησης, ίσως απαντήσει: «Θα μπορούσε όμως να είναι αληθινή!». Αυτό μάλιστα το λέει με κάθε ειλικρίνεια, καθώς είναι απόλυτα πεπεισμένος πως ο πολιτικός αυτός είναι πράγματι ανεπαρκής. Αν πάλι διαβάσει την είδηση πως ο πολιτικός αυτός είχε κάποια επιτυχία, θα σπεύσει να εντοπίσει αδύναμα σημεία σε αυτήν. Ίσως ισχυριστεί πως το μέσο που την παρουσιάζει είναι αναξιόπιστο ή ίσως προσπαθήσει να υποβαθμίσει τη σημασία της επιτυχίας. Βλέπουμε λοιπόν πως η συλλογιστική μας λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αντί να διαμορφώνουμε την κρίση μας αξιολογώντας κάθε φορά τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας, τείνουμε να αναζητούμε ειδήσεις που επιβεβαιώνουν τις αντιλήψεις μας και να απορρίπτουμε ή να αποδομούμε εκείνες που τις αντικρούουν. Δεν είναι, πάλι, λίγες οι φορές που η προκατάληψη επιβεβαίωσης ευθύνεται για εκφάνσεις της ανθρώπινης δεισιδαιμονίας. Όσοι πιστεύουν πως τα όνειρα αποτελούν οιωνούς για το μέλλον, ανακαλούν εκείνη τη μοναδική περίπτωση που ονειρεύτηκαν πως ένας φίλος τους είχε μια αναποδιά και η αναποδιά πράγματι συνέβη, αλλά λησμονούν όλες εκείνες τις φορές που, παρά τα όνειρα που είδαν, ο φίλος τους ήταν μια χαρά. Με τρόπο αντίστοιχο οι άνθρωποι πέφτουν θύματα πολλών προκαταλήψεων, όπως η αστρολογία και οι κάθε μορφής μαντείες. Θυμούνται τις φορές εκείνες που οι προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν και λησμονούν το πλήθος των περιπτώσεων που αυτές διαψεύστηκαν. Οι μεροληψίες αυτές αφορούν όλους μας, ανεξαρτήτως καταγωγής, νοημοσύνης και μορφωτικού επιπέδου. Μάλιστα, όσοι διαθέτουν υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης -και αυτά είναι τα άσχημα νέα- τείνουν να χρησιμοποιούν ακόμα πιο σύνθετα επιχειρήματα για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους και να αποδομήσουν εκείνες με τις οποίες διαφωνούν. Όμως, η στάση αυτή βρίσκεται στον αντίποδα της επιστημονικής προσέγγισης. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Καρλ Πόπερ, για να είναι μια θεωρία επιστημονική θα πρέπει να είναι διαψεύσιμη, να μπορεί δηλαδή να ελεγχθεί και να αποδειχτεί λανθασμένη. Μόνο όταν μια υπόθεση επιβιώσει από τη διαδικασία της διάψευσης γίνεται αποδεκτή, τουλάχιστον μέχρι νεοτέρας. Αν θέλουμε λοιπόν οι πεποιθήσεις μας να στηρίζονται σε πιο στέρεα θεμέλια, ας εγκαταλείψουμε τη συνήθεια να αναζητούμε μόνο δεδομένα που επιβεβαιώνουν τις αντιλήψεις μας και ας υιοθετήσουμε τη νοητικά κοπιώδη συνήθεια να αναζητούμε στοιχεία που τις διαψεύδουν. Να υιοθετήσουμε δηλαδή μια στάση όπου οι πεποιθήσεις μας είναι ανάλογες των αποδείξεων που διαθέτουμε. Όταν κάποιος επιτέθηκε στον γνωστό οικονομολόγο Τζον Κέινς επειδή άλλαξε θέση για ένα ζήτημα, εκείνος απάντησε: «Όταν τα δεδομένα αλλάζουν, εγώ αλλάζω γνώμη. Εσείς, κύριε, κάνετε το ίδιο;». Η ευρύτητα της σκέψης μας, ο βαθμός δηλ. στον οποίον είμαστε ανοιχτοί σε νέα δεδομένα, μπορεί να αξιολογηθεί με ερωτηματολόγια όπως το ακόλουθο. Οφείλουν οι άνθρωποι να λαμβάνουν υπόψη τους αποδείξεις που είναι αντίθετες με τα πιστεύω τους; Όσοι διαθέτουν ανοιχτό τρόπο σκέψης, απαντούν πως συμφωνούν. Υφίστανται πεποιθήσεις τόσο σημαντικές, ως κόκκινες γραμμές δηλ. που δεν τις εγκαταλείπουμε ποτέ, ακόμα και όταν υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα εναντίον; «Διαφωνώ» απαντούν όσοι διαθέτουν ανοιχτό τρόπο σκέψης. Οι πεποιθήσεις μας θα πρέπει να αναθεωρούνται υπό το φως νέων δεδομένων. «Συμφωνώ» απαντούν όσοι διαθέτουν ανοιχτό νου. Κανείς δεν μπορεί να αλλάξει τη γνώμη μου για κάτι που είμαι βέβαιος πως είναι σωστό. «Διαφωνώ» απαντούν όσοι εμφορούνται από ευρεία σκέψη. Φρονώ πως η πίστη στις αρχές και τα ιδανικά είναι σημαντικότερη από το να διαθέτει κανείς ανοιχτό τρόπο σκέψης. «Διαφωνώ» απαντούν όσοι διαθέτουν ευρύ νου. Γνωρίζουμε από μελέτες πως όσοι είναι ανοιχτοί σε πειστήρια, είναι ταυτόχρονα λιγότερο επιρρεπείς σε παράλογες πεποιθήσεις, όπως οι θεωρίες συνωμοσίας, η μαγεία, η αστρολογία, η άρνηση της κλιματικής αλλαγής και ο σκεπτικισμός απέναντι στα εμβόλια, ενώ επιδεικνύουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους θεσμούς και την επιστήμη. Τέλος, είναι περισσότερο αναστοχαστικοί, λιγότερο παρορμητικοί, λιγότερο επιρρεπείς σε γνωσιακές προκαταλήψεις και καλύτεροι στο να εντοπίζουν ψευδείς ειδήσεις και κάθε είδους ανοησίες. Ένας από τους στόχους αυτού του μαθήματος είναι να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πως όλοι είμαστε επιρρεπείς σε τέτοιου είδους μεροληψίες, και να μας βοηθήσει να παραδεχτούμε πως οι πεποιθήσεις μας ενέχουν κάποιον βαθμό αβεβαιότητας και πως, συνεπώς, μπορεί να σφάλουμε. Η κατανόηση αυτών των νοητικών διεργασιών μπορεί να μας καταστήσει λιγότερο επιρρεπείς σε σφαλερούς συλλογισμούς, πιο ορθολογικούς, και να μας προικίσει με κατανόηση των σφαλμάτων στη δική μας συλλογιστική αλλά και τη συλλογιστική των άλλων. Τέλος, να μας εκπαιδεύσει να αμφισβητούμε τα θέσφατα κάθε είδους και να αναθεωρούμε τις απόψεις μας όταν νέα δεδομένα έρχονται στο φως. Από μια τέτοια στάση θα βγούμε ωφελημένοι όχι μόνο εμείς, ως άτομα, αλλά και οι κοινωνίες μας.


Η πλάνη της κατανόησης: Ανάγκη για συνεκτικότητα

Η πλάνη της κατανόησης - Λογική αντίληψη ψυχολογίαΑς δούμε μία παραλλαγή μίας από τις πλέον κλασσικές μελέτες στην ψυχολογία. Θα σας ζητήσω να αξιολογήσετε για κάποια σημαντική θέση δύο υποψήφιες: τη Μάιρα και την Όλγα. Αρχικά, θα σας αναφέρω πως η Μάιρα είναι ευφυής και εργατική. Θα σας αποκαλύψω στη συνέχεια και άλλα στοιχεία για τη προσωπικότητα της Μάιρα, είμαι όμως βέβαιος πως η πρώτη εντύπωση που σχηματίσατε είναι θετική. Επιτρέψτε μου τώρα να σας αναφέρω πως η Μάιρα είναι επιπλέον παρορμητική, επικριτική, επίμονη και ζηλόφθονη. Η Όλγα, από την άλλη, είναι ζηλόφθονη, επίμονη, επικριτική, παρορμητική, εργατική, και, τέλος, ευφυής. Ποια από τις δύο υποψήφιες θα επιλέγατε; Ίσως παρατηρήσατε πως τα επίθετα που περιγράφουν τις δύο υποψήφιες είναι πανομοιότυπα. Οι ερευνητές έδωσαν, λοιπόν, σε μία ομάδα τη λίστα με τα χαρακτηριστικά της Μάιρα και σε μία άλλη ομάδα τη λίστα με τα χαρακτηριστικά της Όλγας. Καθώς τα χαρακτηριστικά είναι τα ίδια, θα περιμέναμε πως και οι δύο ομάδες θα σχημάτιζαν την ίδια εντύπωση σχετικά με τις υποψήφιες. Όμως οι συμμετέχοντες έδωσαν υψηλότερη βαθμολογία στη Μάιρα απ’ ό,τι στην Όλγα. Αυτό που φαίνεται πως τους επηρέασε είναι πως για τη Μάιρα τα θετικά γνωρίσματα εμφανίζονται στην αρχή της λίστας, ενώ για την Όλγα στο τέλος. Πως, δηλαδή, η πρώτη εντύπωση που σχηματίζουμε για κάποιον μεταβάλλει το νόημα των γνωρισμάτων που συναντούμε στη συνέχεια. Έτσι, το πείσμα σε ένα ευφυές άτομο μας προκαλεί σεβασμό, αλλά η ευφυία σε ένα ζηλόφθονο άτομο το καθιστά ίσως επικίνδυνο. Αυτό που συναντάμε λοιπόν εδώ είναι η ανάγκη μας για συνεκτικότητα. Καταλήξαμε σε ένα θετικό συμπέρασμα για τη Μάιρα γρήγορα και διαισθητικά -από τις ελάχιστες πληροφορίες που διαθέταμε για εκείνη- και στη συνέχεια εμμείναμε σε αυτό. Τα αρνητικά χαρακτηριστικά που στη συνέχεια συναντήσαμε ενδεχομένως να μην κατόρθωσαν να αλλάξουν τη θετική εικόνα που αρχικά σχηματίσαμε. Αντίθετα, ενσωματώσαμε τα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά σε μία συνεκτική εικόνα συνεπή με την αρχική μας εντύπωση. H προκατάληψη επιβεβαίωσης, η προδιάθεσή μας, δηλαδή, να απορρίπτουμε δεδομένα που αντικρούουν την αρχική μας εντύπωση, μας οδήγησε να αποδώσουμε μικρότερη σημασία σε μεταγενέστερες πληροφορίες. Όσα αναφέραμε μας βοηθούν να κατανοήσουμε πτυχές του πώς οι άνθρωποι προσλαμβάνουν ψευδοεπιστημονικές αντιλήψεις. Σε γενικές γραμμές, δίνουμε μεγαλύτερη βαρύτητα σε πρότερες, παρά σε μεταγενέστερες πληροφορίες. Όταν καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα με βάση δεδομένα που αποκτήθηκαν κατά την πάροδο του χρόνου, αυτά που συναντήσαμε νωρίτερα είναι πιθανό να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτά που αποκτήθηκαν αργότερα. Είναι ευκολότερο να μάθει κανείς κάτι απ’ την αρχή, από το να υπερβεί παρανοήσεις, προκαταλήψεις και να επαναδομήσει τον τρόπο σκέψης του. Οι παρατηρήσεις αυτές τονίζουν τον σημαντικό ρόλο της εκπαίδευσης στην ανάσχεση ψευδοεπιστημονικών αντιλήψεων. Για παράδειγμα, μια πρόσφατη έρευνα έδειξε πως είναι εφικτός ο «εμβολιασμός» κατά του ιού της συνωμοσιολογίας μέσω της έγκαιρης εκπαίδευσης. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα στους οποίους παρουσιάστηκαν επιστημονικά επιχειρήματα προτού αυτοί εκτεθούν σε θεωρίες συνωμοσίας, επηρεάστηκαν λιγότερο από αυτές. Αντίθετα, τα επιχειρήματα ήταν λιγότερο αποτελεσματικά όταν αυτά παρουσιάστηκαν μετά την έκθεση σε θεωρίες συνωμοσίας. Όσα αναφέραμε προηγουμένως για τη Μάιρα και την Όλγα σχετίζονται και με αυτό που αποκαλούμε φαινόμενο της άλω, ή του φωτοστέφανου. Οι πρώτες εντυπώσεις που σχηματίζουμε για κάποιον επηρεάζουν τις μετέπειτα κρίσεις μας γι’ αυτόν, ακόμα και για χαρακτηριστικά που είναι άσχετα με εκείνα που διαμόρφωσαν αυτήν την εντύπωση. Έτσι, η ομορφιά ενός ατόμου παράγει μια θετική εντύπωση που επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα. Γι' αυτό τείνουμε να θεωρούμε τους εμφανίσιμους ανθρώπους πιο ευγενικούς, τιμιότερους και εξυπνότερους, έστω κι αν γνωρίζουμε πως δεν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στην εξωτερική εμφάνιση και την ηθική ή τη νοητική συγκρότηση κάποιου. Αντίστροφα, υπάρχουν φορές που τείνουμε να αξιολογήσουμε κάποιον ως ηθικά κατώτερο εξαιτίας της εξωτερικής του εμφάνισης. Έτσι, το χρώμα του δέρματος μπορεί να μας προδιαθέσει για χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς κάποιου, όπως ο βαθμός επιθετικότητας. Τότε έχουμε να κάνουμε με στερεότυπα!


Η πλάνη του αφηγήματος

Η πλάνη του αφηγήματος - πλάνη της κατανόησης - ψυχολογίαΗ ανάγκη για συνεκτικότητα μας οδηγεί να προτιμούμε ιστορίες που διαθέτουν συνοχή, καθώς μας δίνουν την εντύπωση πως κατανοούμε τον κόσμο. Σκεφτείτε την παρακάτω πρόταση: «Ο βασιλιάς πέθανε, ύστερα πέθανε η βασίλισσα». Συγκρίνετέ την τώρα με αυτήν: «Ο βασιλιάς πέθανε, ύστερα πέθανε και η βασίλισσα από τον καημό της». Ποια από τις προτάσεις είναι ευκολότερο να θυμάστε; Σαφώς τη δεύτερη γιατί αποτελεί μια συνεκτική ιστορία με νόημα. Η πρώτη πρόταση είναι απλώς ένα ρεπορτάζ, ενώ στη δεύτερη υπάρχει αιτιότητα. Ο θάνατος της βασίλισσας μπορεί να αποδοθεί σε κάποια αιτία. Ξέρετε, αναζητούμε αιτίες στα γεγονότα γιατί έτσι αποκτούμε την ψευδαίσθηση πως τα κατανοούμε. Γι’ αυτό μας αρέσει να κατασκευάζουμε αιτίες, ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν. Η ανάγκη για αιτιότητα μας οδηγεί να αποδίδουμε νόημα σε έναν κόσμο που είναι πολύ λιγότερο προβλέψιμος απ’ όσο νομίζουμε. Τούτη η ανάγκη μας για συνεκτικές ιστορίες με νόημα, μας κατατρέχει και στην καθημερινότητα μας. Ακόμα και για την ιστορία της ίδιας μας της ζωής δημιουργούμε συμπαγή, λογικά και αιτιώδη αφηγήματα, χωρίς κενά και αντιφάσεις, ούτως ώστε όλα τα γεγονότα και οι εξελίξεις να αποκτούν νόημα. Κάπως έτσι κατευθύνεται και η μνήμη μας: θυμόμαστε επιλεκτικά αυτά που θέλουμε και ξεχνάμε όσα δεν ταιριάζουν με το αφήγημα που έχουμε διαμορφώσει. Αυτή την ανάγκη για αναζήτηση αιτιών συναντούμε και στις προκαταλήψεις ή την κατασκευή των θεωριών συνωμοσίας. Για πολλά γεγονότα που συμβαίνουν στον κόσμο δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι τα προκάλεσε. Για παράδειγμα, μέχρι στιγμής δεν μπορούμε να απαντήσουμε με βεβαιότητα πώς ξεκίνησε η πανδημία. Ο εγκέφαλός μας όμως δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτή την απουσία γνώσης. Σπεύδει να καλύψει το κενό πλάθοντας ιστορίες -με καλούς και κακούς, με ωφελημένους και θύματα- ώστε να αποδώσει αιτίες στα γεγονότα. Διαπλάθοντας όμως τα γεγονότα για να φτιάξουμε συνεκτικές ιστορίες με «νόημα», παραμορφώνουμε την πραγματικότητα, γεγονός που ενίοτε μας οδηγεί σε καταστροφικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, αν κάποιος υιοθέτησε μια συνωμοσιολογική αντίληψη για την απαρχή της πανδημίας, η θεώρηση αυτή ίσως συμπαρασύρει και τη στάση του απέναντι στον εμβολιασμό, γεγονός που θα θέσει σε κίνδυνο την υγεία του. Μοιάζει, λοιπόν, πως δεν μπορούμε να κάνουμε δίχως ιστορίες. Οι άνθρωποι άρχισαν να εξηγούν τον κόσμο μέσα από ιστορίες προτού υιοθετήσουν την επιστημονική σκέψη. Η μυθολογία προηγήθηκε της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Μια ιστορία, ένα μεμονωμένο αφήγημα ή κάποιο ανεκδοτολογικό γεγονός, ιδιαίτερα αν μας διεγείρει συναισθηματικά, είναι αποτελεσματικότερα από τη στεγνή παράθεση στατιστικών στοιχείων και δεδομένων. H ιστορία του παππού που κάπνιζε δύο πακέτα την ημέρα και έζησε μέχρι τα 80 του, είναι ευκολότερα αντιληπτή από τη στατιστική πληροφορία πως ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα είναι 25 φορές μεγαλύτερος στους καπνιστές σε σχέση με τους μη καπνιστές. Αντίστοιχα, η ανεκδοτολογική αφήγηση σχετικά με «κάποιον γνωστό» που εμφάνισε παρενέργειες μετά τον εμβολιασμό, μας προκαλεί φόβο που δύσκολα καθησυχάζει η πληροφορία πως τα εμβόλια για τον κορονοϊό έσωσαν, μόνο στην Ευρώπη, εκατοντάδες χιλιάδες ζωές. Ας έχουμε τα παραπάνω κατά νου όσοι ασχολούμαστε με την επικοινωνία της επιστήμης. Οι ιστορίες είναι πιο πειστικές από την παράθεση στατιστικών δεδομένων. Ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Yale ανέπτυξαν μία μέθοδο για να αξιολογήσουν το πόσο λίγα γνωρίζουν οι άνθρωποι, σε σχέση με το πόσα νομίζουν ότι γνωρίζουν. Ζήτησαν λοιπόν από τους συμμετέχοντες να βαθμολογήσουν σε μία κλίμακα από το 1 ως το 7 πόσο καλά κατανοούν τη λειτουργία των φερμουάρ. Στη συνέχεια, τους ζητήθηκε να περιγράψουν με δικά τους λόγια το πώς λειτουργεί ένα φερμουάρ. Οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουμε πως γνωρίζουμε καλά το πώς λειτουργεί ένα τόσο καθημερινό αντικείμενο. Όταν όμως μας ζητηθεί να το περιγράψουμε, συνειδητοποιούμε πως, στην πραγματικότητα, η κατανόησή μας είναι πολύ ρηχή. Έπειτα απ΄αυτό ζητήθηκε, λοιπόν, από τους συμμετέχοντες να αξιολογήσουν εκ νέου το πόσο καλά κατανοούν τη λειτουργία των φερμουάρ. Τη δεύτερη φορά οι εθελοντές ήταν σαφώς πιο προσγειωμένοι. Αυτή είναι, κοντολογίς, η «πλάνη της κατανόησης». Τούτη η πλάνη φανερώνεται όχι μόνο στο πόσο ελάχιστα κατανοούμε το πώς λειτουργούν καθημερινά αντικείμενα, όπως το ποδήλατο, η τουαλέτα, τα πλήκτρα του πιάνου, αλλά σχεδόν τα πάντα: για θέματα που αφορούν την πολιτική, όπως το φορολογικό σύστημα, ή για επιστημονικά ζητήματα, όπως τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα ή η κλιματική αλλαγή. Ερευνητές από το πανεπιστήμιο Μπέρκλευ της Καλιφόρνια διαπίστωσαν πως ελάχιστοι άνθρωποι, ακόμα και απ’ όσους διαθέτουν επαρκή επιστημονικό εγγραματισμό, μπορούν να περιγράψουν με στοιχειώδη ακρίβεια τους μηχανισμούς της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής. Οι ερευνητές έδειξαν επίσης πως η εκπαίδευση, η διδασκαλία, δηλαδή, των μηχανισμών της κλιματικής αλλαγής, μπορεί να αμβλύνει αυτή την «πλάνη της κατανόησης» και να καταστήσει τους ανθρώπους πιο δεκτικούς στο να αποδεχτούν το ανθρωπογενές της υπόβαθρο. Οι άνθρωποι λοιπόν είμαστε ανίδεοι, περισσότερο ανίδεοι απ’ όσο νομίζουμε. Αγνοούμε την πολυπλοκότητα του κόσμου και υπερεκτιμούμε τις γνώσεις μας. Ξεγελούμε τους εαυτούς μας πιστεύοντας πως κατανοούμε την πραγματικότητα, πως οι απόψεις μας είναι καλά τεκμηριωμένες, πως οι πράξεις μας βασίζονται σε στέρεες πεποιθήσεις. Παραδόξως, όσο λιγότερα γνωρίζουμε τόσο ευκολότερο είναι να κατασκευάσουμε μια συνεκτική ιστορία. Η καθησυχαστική πεποίθηση ότι ο κόσμος έχει νόημα εδράζεται σε ασφαλές θεμέλιο: τη σχεδόν απεριόριστη ικανότητά μας να αγνοούμε την ίδια μας την άγνοια.


Το ήξερα από την αρχή: Η ψευδαίσθηση των προβλέψεων

Η ψευδαίσθηση των προβλέψεων - θυμική ευρετική ψυχολογίαΑντίστοιχοι μηχανισμοί νοηματοδότησης ενεργοποιούνται και όταν επιχειρούμε να κατανοήσουμε το παρελθόν. Πώς φτάσαμε στην οικονομική κατάρρευση; Ποια σειρά γεγονότων οδήγησε στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Σε ποιους παράγοντες οφείλεται η επιτυχία της Google; Για όλα αυτά κατασκευάζουμε εκ των υστέρων συνεκτικές ιστορίες. Κατασκευάζουμε το νόημα κατόπιν εορτής. Όμως αυτό που εμείς «καταλαβαίνουμε» τώρα μοιάζει πως ελάχιστοι το έβλεπαν την εποχή που συνέβαιναν τα γεγονότα. Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας φαντάζει τώρα προφανής. Ελάχιστοι όμως μιλούσαν για τον κίνδυνο πριν αυτός συμβεί. Αν δείτε τις οικονομικές προβλέψεις πριν ξεσπάσει η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 θα εκπλαγείτε διαπιστώνοντας πόσο αισιόδοξες ήταν. Αν ρωτήσεις σήμερα τους ίδιους οικονομολόγους για τα αίτια της οικονομικής κρίσης θα αποκριθούν με συγκροτημένες και πειστικές ιστορίες. Με τη χρονική απόσταση, η οικονομική κρίση μοιάζει αναπόφευκτη. Κι όμως ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα αυτοί που προέβλεψαν με ακρίβεια την εξέλιξη αυτή. Η αναδρομική πλάνη, η πλάνη δηλ. ότι κατανοούμε το παρελθόν, είναι ένα γνωστικό σφάλμα που συμβαίνει πολύ συχνά. Εκ των υστέρων, όλα μοιάζουν να υπακούουν σε μια προφανή αναγκαιότητα. Μάλιστα, ούτε οι υποθέσεις της καθημερινότητας ξεφεύγουν από την αναδρομική πλάνη: «Το άκουσες;», λέει, «η Θέκλα και ο Γιώργος χώρισαν. Μα φαινόταν από την αρχή ότι δεν ταιριάζουν». Με τον μηχανισμό νοηματοδότησης, που οι Κάνεμαν και Τβέρσκι αποδίδουν στο Σύστημα 1, βλέπουμε τον κόσμο πιο εύτακτο, απλούστερο και πιο προβλέψιμο απ' όσο πραγματικά είναι, μειώνοντας έτσι το άγχος που θα βιώναμε αν επιτρέπαμε στον εαυτό μας να αναγνωρίσει τις αβεβαιότητες της ύπαρξης. Μπορούμε να διαπιστώσουμε την επίδραση της αναδρομικής πλάνης σ’ εμάς τους ίδιους κρατώντας ένα ημερολόγιο στο οποίο θα σημειώνουμε τις προβλέψεις μας για προσωπικά, πολιτικά ή άλλα ζητήματα. Θα εκπλαγούμε διαπιστώνοντας πόσο κακοί είμαστε στο να κάνουμε προβλέψεις. Ίσως όμως μας κάνει να αισθανθούμε καλύτερα το γεγονός πως ούτε εκείνοι που πληρώνονται αδρά για να κάνουν τέτοιου είδους προβλέψεις τα καταφέρνουν τόσο καλά. Στην αρχή κάθε χρόνου οι εφημερίδες προσφέρουν ένθετα με προβλέψεις διάφορων ειδικών για πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Πόσο μέσα όμως πέφτουν αυτές οι προβλέψεις; Ο ψυχολόγος Φίλιπ Τέτλοκ πήρε συνέντευξη από 300 περίπου ειδικούς, εξέχοντες δημοσιογράφους, αναλυτές, ακαδημαϊκούς, συμβούλους ηγετών κρατών, και τους ζήτησε να εκτιμήσουν τις πιθανότητες να πραγματοποιηθούν στο μέλλον ορισμένα ενδεχόμενα, για πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Ο Τέτλοκ συνόψισε τα αποτελέσματα της έρευνάς του που διήρκεσε σχεδόν δύο δεκαετίες με την παρακάτω φράση: «Οι ειδήμονες ήταν τόσο ακριβείς στις προβλέψεις τους για το μέλλον, όσο ένας χιμπατζής που πετάει βελάκια». Το εντυπωσιακό όμως εύρημα δεν είναι πως όσοι αποπειρώνται να προβλέψουν το μέλλον κάνουν λάθη. Ο κόσμος είναι εξαιρετικά απρόβλεπτος και αμελητέα γεγονότα μπορεί να έχουν κοσμοϊστορικές συνέπειες. Το εντυπωσιακό είναι πως οι ειδήμονες αυτοί είχαν άγνοια της ανικανότητάς τους να ανιχνεύουν με ακρίβεια το μέλλον. Και ακόμα χειρότερα, αρνούνταν να παραδεχτούν ότι κάνουν λάθη. Όταν έπεφταν έξω στις προβλέψεις τους δεν αναγνώριζαν τα λάθη τους αλλά σκαρφιζόντουσαν μια σειρά από δικαιολογίες για τους λόγους που απέτυχαν. Όπως οι περισσότεροι από εμάς, έτσι και οι ειδήμονες έτειναν να απορρίπτουν πληροφορίες που δεν συμφωνούσαν με τα αφηγήματά τους. Χρησιμοποιούσαν δηλαδή δύο μέτρα και δύο σταθμά: Όταν τα δεδομένα επιβεβαίωναν τις θεωρίες τους τα δέχονταν αυτοστιγμεί, όταν όμως ήταν αντίθετα τα εξέταζαν με επιφύλαξη. Υπάρχει άραγε ελπίδα; Ο Τέτλοκ στη μελέτη του διέκρινε μια μικρή ομάδα λιγότερο έμπειρων ειδικών που ήταν καλύτεροι στις προβλέψεις. Τι χαρακτηριστικό είχαν αυτοί; Αναγνώριζαν πως δεν υπάρχει μία και μοναδική κινητήριος δύναμη στην ιστορία, δε δεσμευόντουσαν, δηλαδή, από κάποια ιδεολογία. Αντίθετα, κατανοούσαν πως η πραγματικότητα αναδύεται από την αλληλεπίδραση πολλών διαφορετικών παραγόντων, όπου η τυφλή τύχη οδηγεί πολλές φορές σε απρόβλεπτες εκβάσεις με σημαντικό αντίκτυπο. Ήταν λιγότερο βέβαιοι για τις προβλέψεις τους και, το σημαντικότερο, όταν έκαναν λάθη τα αναγνώριζαν και μάθαιναν από αυτά αντί να τα εκλογικεύουν. Φρονώ πως όλοι μας μπορούμε να διδαχθούμε από αυτούς.

Ανορθολογισμός και ψευδοεπιστήμη: Ένα μάθημα για τον πολίτη του καιρού μας | ΔΩΡΕΑΝ εξ αποστάσεως σεμινάριο από το Πανεπιστήμιο Κρήτης. https://mathesis.cup.gr