Έρμαν Έσσε: Μαθήματα καθημερινής Σοφίας

«Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι ένας δρόμος προς τον εαυτό του, το πρόπλασμα ενός δρόμου, το προσχέδιο ενός μονοπατιού. Κανένας άνθρωπος δεν έφτασε να είναι εντελώς ο εαυτός του. Ωστόσο, οι πάντες φιλοδοξούν να το κατορθώσουν, άλλοι στα τυφλά, άλλοι με περισσότερο φως, ο καθένας όπως μπορεί»

Τα αποφθέγματα του Έσσε για τον έρωτα, την αγάπη, το φόβο, το μίσος και την κοινωνία, αποτυπώνονται σε αυτό το βιβλίο του Άλαν Πέρσι, ο οποίος αναλύει τον Έσσε και προσφέρει τη δική του οπτική, για µια ζωή λιγότερο περίπλοκη και πιο ουσιώδη. 

 

«ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ», λέει ο Έσσε και παραθέτει το δημοφιλές παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, το Ασχημόπαπο, που έχει ως ερμηνευτικό κλειδί την αναζήτηση του εαυτού.

Όσο το ασχημόπαπο δεν ανακαλύπτει την ταυτότητά του, δε βρίσκει την αγάπη, όσο δεν ανακαλύπτει πως είναι κύκνος και δεν αποδέχεται αυτό που είναι, δε μπορεί να αγαπήσει αληθινά, ούτε να αγαπηθεί. Όταν δινόμαστε ενεργά σε κάτι, δε μένει χώρος για ανησυχία. Αν ασχολούμαστε με τον άλλο, αντί να ανησυχούμε, θα εξοικονομήσουμε πολύτιμη ενέργεια, που τη σπαταλάμε φτιάχνοντας καταστροφικά σενάρια.

Ίσως η κυριότερη διαφορά ανάμεσα στην αγάπη που αναφέρει ο Έσσε και στο πώς την αντιλαμβανόμαστε εμείς είναι ο τρόπος που μιλάμε γι’ αυτή. Ενδυόμαστε συνήθως τον κτητικό έρωτα. Όμως η τέχνη του αγαπάν είναι κάτι πολύ πιο ευρύ. 

Ο Έσσε έλεγε: «Όσο λιγότερο πιστεύω, γενικά, στην εποχή μας, όσο περισσότερο νομίζω ότι βλέπω την ανθρωπότητα να εκφυλίζεται και να μαραίνεται, τόσο λιγότερο σκέφτομαι την επανάσταση ως φάρμακο γι’ αυτή την παρακμή και τόσο περισσότερο πιστεύω στη μαγεία της αγάπης»

Μπορούμε να δούμε τις απόψεις του Έσσε συμπληρωματικά με τις απόψεις άλλων διανοητών. Ο Έριχ Φρομ έγραφε: «Η αγάπη είναι η μόνη ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης». Είναι πρωτίστως τέχνη: «Η αγάπη είναι μια τέχνη, ακριβώς όπως μια τέχνη είναι και η ίδια η ζωή. Αν θέλουμε να μάθουμε πώς ν’ αγαπάμε, πρέπει να προχωρήσουμε με τον ίδιο τρόπο που προχωρούμε όταν θέλουμε να μάθουμε μια οποιαδήποτε άλλη τέχνη. Αν πραγματικά αγαπώ έναν άνθρωπο, αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αγαπώ τον κόσμο, αγαπώ τη ζωή. Αν μπορώ να πω σε κάποιον άλλον «σ’ αγαπώ», πρέπει να είμαι ικανός να πω «αγαπώ σε σένα όλους, αγαπώ μέσα από σένα όλο τον κόσμο, αγαπώ σε σένα και τον εαυτό μου…»( Έριχ Φρομ, Η Τέχνη της Αγάπης, εκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1978, σελ. 11, 15-16). Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη ωστόσο, «όποιος αγαπά όλο τον κόσμο, δεν αγαπά κανένα. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού… Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός και αγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη». (Ελληνική Ιδιαιτερότητα, Τόμος Β, εκδόσεις Κριτική). Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ και είναι τόσο σημαντική στην πολιτική ζωή της κοινότητας όσο και ο «έλεος», η συμπάθεια, το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του.

Ο Φρόυντ επίσης δεν δέχεται την ιδέα πως αυτή η παθητική και άνευ όρων αγάπη για τα πάντα είναι το άκρον άωτον της ανθρώπινης αγάπης ούτε πως αποτελεί αυτονόητο σκοπό. Ισχυρίζεται πως ενώ η αγάπη είναι ουσιώδης για να ενωθούν οι άνθρωποι μαζί σε ένα πολιτισμό, την ίδια ώρα ο πολιτισμός δημιουργεί νόμους, περιορισμούς, και ταμπού έτσι ώστε να καταπιέσει το ίδιο αυτό ένστικτο. Στο έργο του «Ο Πολιτισμός πηγή δυστυχίας» εξερευνά τους λόγους γιατί η αγάπη δεν μπορεί να είναι η απάντηση, και καταλήγει πως υπάρχει μια πραγματική και βασική επιθετική τάση μέσα σε όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Κι ενώ το ένστικτο της αγάπης (ο έρως) μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την κοινωνία για να ενώσει τα μέλη της μαζί, το επιθετικό ένστικτο πάει αντίθετα σε αυτό και πρέπει είτε να κατασταλλεί είτε να βρει άλλο στόχο όπως π.χ. μια άλλη εχθρική κουλτούρα. Έτσι ο Φρόυντ παραδέχεται πως υπάρχει μια αγιάτρευτη κακία μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, και οτι ο πολιτισμός υπάρχει κυρίως για να ελέγχει και να καταπιέζει αυτά τα ένστικτα. Η ενοχή και η νευρωτική καταπάτηση των ενστίκτων είναι απλά η τιμή που πληρώνουμε για να μπορούμε να ζούμε μαζί σε οικογένειες και κοινότητες.

Είναι τεράστιο το εκτόπισμα του Έσσε και πραγματικά ανεξάντλητος ο θησαυρός της λογοτεχνικής του παρακαταθήκης: «Σιντάρτα», «Λύκος της στέπας», μυθιστορήματα, ποιήματα, δοκίμια, στοχασμοί. Η ζωή, ο έρωτας και η απώλεια είναι επαναλαμβανόμενα μοτίβα στο έργο του. Γεννημένος στις 2 Ιουλίου του 1877 στο Καλβ της Βιτεμβέργης, έζησε τα παιδικά του χρόνια σε ένα αυστηρά θρησκευόμενο περιβάλλον. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του τον έφερε πολύ νωρίς αντιμέτωπο με τη χριστιανική ανατροφή που του επιφύλασσαν οι γονείς του. Μόλις στα 14 του χρόνια δραπέτευσε από το μοναστήρι του Μάουλμπρον, όπου βρισκόταν για να παρακολουθήσει ένα θεολογικό σεμινάριο. Η απόφασή του ήταν σαφής: ήθελε να γίνει «ποιητής ή τίποτα απολύτως». Ο δρόμος του προς τη συγγραφή ποιημάτων ωστόσο εξελίχθηκε σε Οδύσσεια. Η αναζήτηση της ταυτότητάς του ήταν μία εξαιρετικά επίπονη διαδικασία, αφού ήδη, στα 15 του χρόνια είχε επιχειρήσει μία απόπειρα αυτοκτονίας. Σε αυτή την περίοδο εσωτερικής αναζήτησης θα αναφερθεί αργότερα μέσα από τα μυθιστορήματά του. Μελέτησε Goethe, Lessing, Sciller, Nietzsche καθώς και ελληνική μυθολογία. Όλα αυτά αποτέλεσαν ισχυρές επιρροές για το έργο του. Οι βασικές επιρροές στο έργο του Έσσε είναι, όπως ο ίδιος λέει: «Το χριστιανικό και απόλυτα αντεθνικιστικό πνεύμα των γονιών μου, η μελέτη των μεγάλων Κινέζων δασκάλων και η φυσιογνωμία του ιστορικού Γιάκομπ Μπούρκχαρντ».

Ο χρόνος δεν κατάφερε να μειώσει την αξία του έργου του Έσσε, που βασικό του θέμα είναι η εναγώνια προσπάθεια του ατόμου να χτίσει έναν ακέριο και αρμονικό εαυτό. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, διαμαρτυρόμενος ενάντια στο μιλιταριστικό καθεστώς, εγκατέλειψε τη Γερμανία κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελβετία, όπου και πέθανε το 1962. Πήρε το Βραβείο Γκαίτε το 1946 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1947.

Στο έργο του Έσσε δεσπόζει μια ηθική στάση που αποτυπώνεται στον «Ντέμιαν»:

Κάθε ανθρώπου η ζωή είναι ένας δρόμος μέσα στον εαυτό του, μια προσπάθεια να βρει κάποιο δρόμο, το ίχνος ενός μονοπατιού. Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ολότελα ο εαυτός του, ωστόσo ο καθένας αγωνίζεται να το πετύχει, και ο κουτός και ο ευφυής, όσο καλύτερα μπορεί. Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα από τη γέννησή μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος από τ’ αυγό ενός αρχέγονου κόσμου. Πολλοί δεν καταφέρνουν ποτέ να γίνουν άνθρωποι. Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια. Πολλοί είναι άνθρωπoι από τη μέση κι απάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω. Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ρίζες μας είναι κοινές. ‘Ολοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα. Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει το σκοπό του. Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του.

http://www.artinews.gr/


Ο Έρμαν Έσσε δεν ήταν μόνο ένας σημαντικός συγγραφέας. Τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε στην κηπουρική, στις ακουαρέλες που αγαπούσε να ζωγραφίζει και στα χιλιάδες γράμματα αναγνωστών του στα οποία απαντούσε. Πενήντα ένα χρόνια μετά το θάνατό του δίνει ακόμα απαντήσεις σε ερωτήσεις που αφορούν στη μοναξιά και τις δυσκολίες της συνύπαρξης, στις καθημερινές μας μάχες, στο πώς καθένας λανθασμένα οχυρώνεται στον εαυτό και τον εγωισμό του, στα λάθη, τις παραλείψεις, την έλλειψη περισυλλογής, την αυτοεκτίμηση.

Χάρη στο βιβλίο 66 Μαθήματα καθημερινής σοφίας του Αλαν Πέρσυ που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Πατάκη (σε μετάφραση Αγαθής Δημητρούκα) ο Γερμανός συγγραφέας του Λύκου της στέπας παραδίδει ακόμα μαθήματα ζωής.


«Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι ένας δρόμος προς τον εαυτό του, το πρόπλασμα ενός δρόμου, το προσχέδιο ενός μονοπατιού. Κανένας άνθρωπος δεν έφτασε να είναι εντελώς ο εαυτός του, ωστόσο, οι πάντες φιλοδοξούν να το κατορθώσουν, άλλοι στα τυφλά, άλλοι µε περισσότερο φως, ο καθένας όπως μπορεί» έλεγε ο Εσσε που ήξερε πως εκτός από τα βιβλία του υπήρξε ένα είδος γκουρού για όλους εκείνους που εντόπιζαν στο μυθιστορηματικό, δοκιμιακό και ποιητικό του έργο οράματα και συμβουλές για µια ζωή απλή, σοφή και ουσιώδη.

Ο Άλαν Πέρσυ, από την άλλη, ξέρει την επιτυχία τέτοιων εγχειρημάτων. Συγγραφέας των µπεστ σέλερ Νίτσε: 99 µαθήµατα καθημερινής φιλοσοφίας, Όσκαρ Ουάιλντ: 99 µαθήµατα σοφίας για μια ευτυχισμένη ζωή εδώ και τώρα, έχει αναμετρηθεί με προσωπικότητες της λογοτεχνίας. Στο συγκεκριμένο βιβλίο ξεκινά τα 66 κεφάλαια του βιβλίου με μια φράση του Έσσε κι έπειτα με απλό και κατανοητό τρόπο προσφέρει συγκρίσεις και παραλληλισμούς µε καθημερινές καταστάσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί η σοφία του. 

Ο Έρμαν Έσσε παραδίδει «66 μαθήματα καθημερινής σοφίας»

 

Ξεχνάει κανείς να κρίνει και να επικρίνει τους άλλους όταν είναι γεμάτος αμφιβολίες για τον εαυτό του:

«Το να κάνεις το δικαστή σε ξένες ζωές είναι η τέλεια δικαιολογία για να μην αναλύεις την δική σου. Αν παρατηρήσουμε τα άτομα που γυρνάνε εδώ κι εκεί βγάζοντας ετυμηγορία για το τι κάνουν καλά και τι κακά οι άλλοι, θα βρούμε σε αυτά ένα μεγάλο έλλειμμα αυτοκριτικής. Δεν έχουν συνείδηση των πράξεων και των λόγων τους γιατί εστιάζουν την προσοχή τους στις ζωές τρίτων. Και συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο επειδή φοβούνται να ακτινογραφήσουν τον εαυτό τους και να απογοητευτούν».

Όταν μισούμε κάποιον, μισούμε στην εικόνα του κάτι που υπάρχει μέσα μας:

«Όταν νομίζουμε ότι πλήττουμε με κάποιον, είναι γιατί κατέχει κάτι που μας αγγίζει βαθιά και μας προκαλεί δυσφορία. Αυτός ο κάποιος γίνεται καθρέφτης για κάτι που υπάρχει μέσα μας και δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Αλλιώς δεν θα μας ενοχλούσε τόσο. Έτσι, ο μεν τσιγκούνης υπομένει την τσιγκουνιά των άλλων με περισσότερη ένταση από οποιονδήποτε, ο δε αδιάκριτος τσαντίζεται υπερβολικά όταν υφίσταται την αδιακρισία. Το πρόσωπο που μισούμε είναι καθρέφτης μας και, συνεπώς ένας πνευματικός δάσκαλος που δεν πρέπει να υποτιμάμε».

Όταν φοβόμαστε κάποιον είναι γιατί του έχουμε παραχωρήσει εξουσία πάνω μας:

«Συχνά οι άλλοι ούτε που έχουν γνώμη για μας. Εμείς οι ίδιοι τυφλωνόμαστε από τη μανία να μάθουμε τι θα σκεφτούν...»

Το τρυφερό είναι πιο δυνατό από το σκληρό, το νερό πιο δυνατό από τον βράχο, η αγάπη πιο δυνατή από τη βία:

«Η δύναμη της αγάπης, σαν το νερό, έγκειται στην προσαρμοστικότητά της στο μέσο όπου ζει. Αν αυτό μεταφερθεί στην καθημερινή ζωή, ο ικανός να αγαπήσει -όχι μόνο έναν άλλο άνθρωπο αλλά και ένα σχέδιο- σμιλεύεται στις δυσκολίες ώστε να αποκομίσει το καλύτερο σε κάθε κατάσταση».

Κάποιοι που θεωρούνται τέλειοι είναι τέλειοι επειδή απλώς έχουν λιγότερες απαιτήσεις από τον εαυτό τους:

«Μια απλή αλλά πολύ αποτελεσματική άσκηση: σημείωνε έναν στόχο βελτίωσης για κάθε εβδομάδα, και σε ένα χρόνο η ποιότητα ζωής σου θα έχει αναβαθμιστεί με τρόπο που ούτε τον φαντάζεσαι τώρα».

Το πουλί σπάει το τσόφλι. Το αυγό είναι ο κόσμος. Αυτός που θέλει να γεννηθεί οφείλει να σπάσει έναν κόσμο:

«Το παιδί πρέπει να εγκαταλείψει την παιδική ηλικία του, την αθωότητα του ώστε με αυτόν τον τρόπο να μεταμορφωθεί σε ενήλικα. Αυτά τα τελετουργικά μετάβασης συνεπάγονται πάντα το να αποβάλει κανείς το πρότερο εγώ του ώστε να επιτρέψει στο καινούργιο εγώ να γεννηθεί».

Κάποιες φορές οι εχθροί είναι πιο χρήσιμοι από τους φίλους, αφού χωρίς αέρα δεν γυρνάν οι ανεμόμυλοι:

«Ο εχθρός μας αναγκάζει να δράσουμε και να βγούμε από την άνεση που μας είχε κάνει μαλθακούς. Μας αναγκάζει να βγάλουμε τον καλύτερο, καθώς και τον χειρότερο εαυτό μας. Αν μπορούμε να δούμε τις αντιδράσεις μας από απόσταση και με λίγο χιούμορ, σε κάθε σύγκρουση κρύβεται κι ένα μεγάλο μάθημα σχετικά με το ποιόν μας και τις αδυναμίες μας».

Το σχολείο δεν διδάσκει δεξιότητες κι ικανότητες που είναι απαραίτητες για τη ζωή:

«Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Έσσε στο μυθιστόρημά του Κάτω από τον τροχό: "Ο δάσκαλος του σχολείου προτιμάει να έχει μερικά στουρνάρια στην τάξη του παρά έναν μόνο ιδιοφυή μαθητή. Και κατά βάθος έχει δίκιο γιατί καθήκον του δεν είναι να μορφώνει εξαιρετικά μυαλά αλλά καλούς φιλολόγους, μαθηματικούς, και χρήσιμους ανθρώπους».

Ξανά και ξανά γαντζώνεται κανείς στα πράγματα που έχει αγαπήσει και νομίζει ότι πρόκειται για πίστη ενώ είναι απλώς τεμπελιά:

«Τα παιδιά τα τρομάζει το σκοτάδι γιατί νομίζουν ότι ανάμεσα στις σκιές κρύβεται κάποιο τέρας, κάτι άγνωστο που μπορεί να τους επιτεθεί. Κατά τον ίδιο τρόπο, τους ενήλικες τους τρομάζει το άγνωστο γιατί συνεπάγεται αλλαγή, ρίσκο, αβεβαιότητα. Μας προκαλεί φόβο το καινούργιο γιατί αν αποτύχουμε ξέρουμε ότι θα ακούσουμε τη φράση: "Εγώ σου το είχα πει"».

Χωρίς προσωπικότητα δεν υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει αγάπη αληθινά βαθιά:

«Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να δείχνουν κάτι που δεν είναι, είτε γιατί νομίζουν πως αυτό θέλουν οι άλλοι είτε γιατί δεν τους αρέσει το πώς είναι. Είναι εξαρτημένοι από τη γνώμη των άλλων και χρειάζονται απελπισμένα την επιδοκιμασία τους. Όμως, η αληθινή αγάπη δε γεννιέται από τη στέρηση, με το να περιμένουμε να καλύψει ο άλλος τα εσωτερικά μας κενά ή να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. Αγαπάμε κάτι αληθινά μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι».

www.lifo.gr