Είναι προτιμότερη η συνεργασία από τον ατομικισμό;

Αν επρόκειτο να πάρετε μιαν απόφαση ζυγίζοντας το συμφέρον σας με εκείνο ενός άλλου προσώπου, τι θα κάνατε; Σίγουρα η απάντηση εξαρτάται από το τι διακυβεύεται, όπως επίσης και από το ποιο είναι εκείνο το άλλο πρόσωπο…

Αν μιλάμε για έναν άγνωστο άνθρωπο –ή έστω απόμακρο από τον επαγγελματικό ή κοινωνικό σας περίγυρο–, τότε μάλλον δεν έχετε και πολλά να σκεφτείτε. Όταν όμως στην όλη υπόθεση εμπλέκεται ένα οικείο ή αγαπημένο πρόσωπο, αναμφισβήτητα δεν θα είναι εύκολο να πάρετε μιαν απόφαση που θα το ζημιώσει, όσο κερδισμένος κι αν βγείτε ο ίδιος. Τα πράγματα δυσκολεύουν αν είστε αντιμέτωπος με μια κατάσταση της οποίας η έκβαση γνωρίζετε πως σίγουρα θα ωφελήσει σημαντικά έναν από τους δύο, ενώ θα ζημιώσει ανεπανόρθωτα τον άλλο! Αλήθεια, αν ξέρατε πως και το άλλο πρόσωπο βρίσκεται αντιμέτωπο με το ίδιο δίλημμα –και μάλιστα γνωρίζει ακριβώς ό,τι κι εσείς–, τι θα κάνατε; Και για να μην έχετε την ψευδαίσθηση πως τα πράγματα δεν μπορούν να χειροτερέψουν, θεωρήστε ότι α) δεν υπάρχει δυνατότητα μεταξύ σας επικοινωνίας ή συνεννόησης, καθώς κι ότι β) η παθητική αδράνεια δεν αποτελεί λύση για κανέναν. Με δεδομένα τα προηγούμενα, υπάρχει άραγε κάποια βέλτιστη στρατηγική που μπορείτε να εφαρμόζετε σε τέτοιες περιπτώσεις; 

Τρίτη μέρα του ταξιδιού σας στην Αφρική και βρίσκεστε ήδη σε ένα συναρπαστικό σαφάρι, στα βάθη της ζούγκλας. Όταν επιστρέψετε θα έχετε να διηγηθείτε πολλά εκπληκτικά κι απίθανα για αυτή τη φανταστική περιπέτεια! Θα παραλείψετε βέβαια να αναφέρετε πως εκείνη την ημέρα είχατε μαζί τη μητέρα και τη σύζυγό… Κάτι σας λέει πως οι φίλοι σας δεν θα είναι πρόθυμοι να καταλάβουν ότι μερικοί συμβιβασμοί είναι αναπόφευκτοι –ή έστω αναγκαίοι–, ειδικά όταν η κρίση ξεσπά λίγα μόλις λεπτά πριν από την επικείμενη πραγματοποίηση μιας πολυπόθητης επιθυμίας. Ας είναι.

Γύρω στο μεσημέρι διασχίζετε ένα ποτάμι πάνω σε μια σχεδία — μαζί με τη μητέρα και τη σύζυγό σας, φυσικά. Τη στιγμή που βρίσκεστε στη μέση της απόστασης, στην απέναντι όχθη βλέπετε μια λεοπάρδαλη. Με μιας τινάζεστε από το λήθαργο της μεσημεριανής ζέστης, σηκώνετε άγαρμπα το τουφέκι σας και με έκδηλα ερασιτεχνικές κινήσεις σημαδεύετε το ζωντανό… Και ξαφνικά, συμβαίνει το απίστευτο.

“Εάν πυροβολήσεις, η μητέρα σου θα πεθάνει. Εάν δεν πυροβολήσεις, η γυναίκα σου θα πεθάνει”, σας λέει με σταθερή φωνή η λεοπάρδαλη, η οποία αυτή τη στιγμή κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ένα πράσινο ελεφαντάκι με πορτοκαλί φτερούγες. Υπό διαφορετικές συνθήκες θα σκεπτόσασταν ότι ονειρεύεστε ή ότι, πολύ απλά, έχετε χάσει τα λογικά σας, π.χ., εξαιτίας της δυνατής ζέστης. Και όμως, είστε βέβαιος ότι βρισκόσαστε σε σαφάρι, με τη μητέρα και τη σύζυγό σας, καθώς και ότι δύο μόλις δευτερόλεπτα πριν μια θρασύτατα ψύχραιμη λεοπάρδαλη σας έθεσε ένα αδύνατο δίλημμα! Ένα δίλημμα που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα αγνοούσατε. Όμως δε συναντά κανείς κάθε μέρα μια λεοπάρδαλη που μιλάει — είστε απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό! Καλά θα κάνετε να μην αγνοήσετε τα λεγόμενά της. Αλλά τι ακριβώς πρέπει να κάνετε; Η αγάπη που τρέφετε για αυτές τις δύο γυναίκες είναι αστείρευτη, ωστόσο τα επόμενα δευτερόλεπτα μία από τις δύο πρόκειται να πεθάνει και θα είστε εσείς υπεύθυνος! Η καρδιά σας πάει να σπάσει, κρύος ιδρώτας σας περιλούζει, το πρόσωπο της λεοπάρδαλης μεγαλώνει, μεγαλώνει –ειρωνικό γελάκι είναι αυτό που διακρίνετε;– μεγαλώνει και… Με μια δυνατή κραυγή, πετάγεστε απότομα από το κρεββάτι.

Όμηροι τρελών επιστημόνων
Το δίλημμα της λεοπάρδαλης, απαλλαγμένο από τις λεπτομέρειες που του φορτώσαμε σε μια επικίνδυνη έξαρση κεφιού, είναι ένα μόνο από τα πολλά που υπάρχουν στην αφρικανική παράδοση. Με διαφορετικό σκηνικό αλλά διατηρώντας την ίδια κεντρική ιδέα, παρόμοια διλήμματα συναντάμε και σε ιστοριούλες με σαφώς δυτικές καταβολές. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ότι εσείς, η μητέρα και η σύζυγός σας πέφτετε θύματα απαγωγής τρελών επιστημόνων. Και οι τρεις βρίσκεστε δεμένοι σε ένα δωμάτιο με χαμηλό φωτισμό, αρκετό όμως για να δείτε ότι μπροστά από τις δύο γυναίκες βρίσκεται ένα πολυβόλο. Μπροστά από εσάς υπάρχει ένα δυσοίωνο, κόκκινο κουμπί. Ξαφνικά, από ένα βραχνό μεγάφωνο μια δυνατή φωνή σας ενημερώνει πως, αν πατήσετε το κουμπί, ένας κατάλληλος μηχανισμός θα στρέψει το πολυβόλο προς τη μητέρα σας κι αυτό θα πυροβολήσει, σκοτώνοντάς τη. Αν δεν πατήσετε το κουμπί σε διάστημα εξήντα δευτερολέπτων, ο μηχανισμός θα στρέψει το πολυβόλο προς τη σύζυγο και θα πεθάνει εκείνη. Πρακτικά, έχετε ένα μόλις λεπτό για να αποφασίσετε ποια από τις δύο γυναίκες θα ζήσει. Το δίλημμα είναι αδύνατο — αγαπάτε εξίσου και τις δύο γυναίκες. Ίσως αποφασίσετε να μην πατήσετε το κουμπί, με το σκεπτικό ότι από τη στιγμή που δεν θα κάνετε καμία απολύτως ενέργεια είναι αδύνατο να θεωρηθείτε ένοχος για κάτι και συνεπώς θα έχετε ήσυχη, αν μη τι άλλο, τη συνείδησή σας. Σχεδόν ακαριαία, βέβαια, καταλαβαίνετε πως πιθανή αδράνεια από μέρους σας θα έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο της συζύγου. Με άλλα λόγια, η απραξία αποτελεί βέβαιη καταδίκη για τη σύζυγο, ενώ η δράση βέβαιη καταδίκη για τη μητέρα σας — ό,τι και να συμβεί υπεύθυνος θα είστε εσείς!

Διλήμματα σαν τα παραπάνω συχνά συζητούνται στα πλαίσια μαθημάτων φιλοσοφίας και ηθικής. Ικανοποιητικές απαντήσεις δεν υπάρχουν, προφανώς. Ένα κοινό στοιχείο που έχει το δίλημμα της λεοπάρδαλης με εκείνο των τρελών επιστημόνων, είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις όλα εξελίσσονται σύμφωνα με τις δικές σας αποφάσεις ή ενέργειες — ο ρόλος των άλλων προσώπων είναι εντελώς παθητικός. Όμως πολύ περισσότερο ενδιαφέρουσες και πολύπλοκες καταστάσεις προκύπτουν όταν οι ενέργειές σας εξαρτώνται από εκείνες ενός άλλου προσώπου, το οποίο κάνει κι αυτό συνειδητές επιλογές. Επιπρόσθετα, ενώ και οι δύο γνωρίζετε ότι είστε μπλεγμένοι στην ίδια, δύσκολη κατάσταση, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα επικοινωνίας ή συνεννόησης.

Ένα παράδειγμα τέτοιου διλήμματος υπάρχει στο βιβλίο The Book of Questions, του Gregory Stock. Εσείς κι ένα αγαπημένο σας πρόσωπο βρίσκεστε σε δύο διαφορετικά δωμάτια, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας. Μπροστά από τον καθένα σας βρίσκεται ένα κόκκινο (πάντα!) κουμπί. Γνωρίζετε και οι δύο πως αν τα επόμενα εξήντα λεπτά δεν κάνετε κάτι, τότε αμφότεροι θα πεθάνετε. Επιπρόσθετα, ο πρώτος που θα πατήσει το κουμπί διασφαλίζει ότι ο άλλος ζει και φεύγει ελεύθερος, ο ίδιος όμως πεθαίνει ακαριαία. Τι κάνετε σε μια τέτοια περίπτωση;

Παρατηρήστε ότι, σε αντίθεση με τα προηγούμενα παραδείγματα, τώρα υπάρχουν δύο άνθρωποι που βρίσκονται αντιμέτωποι με το δίλημμα και μάλιστα έχουν και οι δύο ευχέρεια για δράση. Επιπρόσθετα, επειδή είναι ανέφικτη η μεταξύ τους επικοινωνία, οι αποφάσεις καθενός δεν μπορούν να επηρεαστούν από εκείνες του άλλου. Το μόνο σίγουρο είναι πως αν κανείς δεν πατήσει το κουμπί, τότε και οι δύο πεθαίνουν. Άρα, φαίνεται λογικό ότι είναι προτιμότερο να πατήσει κάποιος το κουμπί. Το ερώτημα, όμως, είναι πότε; Τρεις είναι οι πιθανές εκβάσεις της όλης κατάστασης.

  • Και οι δύο όμηροι φτάνουν στο ίδιο συμπέρασμα αναφορικά με το ποιος πρέπει να ζήσει και ποιος να πεθάνει. Τότε, ο δεύτερος πατάει το κουμπί και πεθαίνει, ενώ ο πρώτος φεύγει ελεύθερος. Πρόκειται για τη λιγότερο δραματική έκβαση, όπως θα διαφανεί σε λίγο.
  • Αμφότεροι αποφασίζουν ότι ο άλλος πρέπει να ζήσει! Πλέον, το ερώτημα είναι ποιος θα καταλήξει πρώτος σε αυτό το συμπέρασμα ή ποιος θα βρει το κουράγιο να πατήσει πρώτος το κουμπί. Μια τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει όταν, π.χ., μια μητέρα θέλει να σώσει τη ζωή του παιδιού της. Την ίδια στιγμή το παιδί αποφασίζει να σώσει την αγαπημένη του μητέρα, που του χάρισε τη ζωή φέρνοντάς το στον κόσμο.
  • Καθένας από τους ομήρους καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εκείνος πρέπει να ζήσει και ο άλλος να πεθάνει. Έτσι, καθένας από τους δύο περιμένει τον άλλον να πατήσει το κουμπί! Στο μεταξύ, ο χρόνος κυλλά αμείλικτα…

Η τρίτη αυτή έκβαση χρήζει λίγης περισσότερης ανάλυσης. Υποθέστε ότι έχουν περάσει 59 λεπτά. Κανείς δεν έχει πατήσει το κουμπί. Απομένουν εξήντα μόλις δευτερόλεπτα, πριν πεθάνει τουλάχιστον ένας από τους δύο ομήρους. Καθένας εκ των δύο ελπίζει ότι ο άλλος θα πατήσει, τελικά, το κουμπί, σώζοντάς τον. Το θέμα είναι πως, καθώς τα δευτερόλεπτα λιγοστεύουν, και οι δύο τους αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ο άλλος αποφάσισε πως αυτός είναι εκείνος που πρέπει να ζήσει! Πάρτε τώρα έναν οποιονδήποτε όμηρο. Το σίγουρο είναι ότι από μόνος του δεν μπορεί να κάνει κάτι για να σώσει τον εαυτό του, παρά να περιμένει τη θυσία του άλλου. Όμως ο άλλος δεν δείχνει πρόθυμος να την κάνει! Μήπως λοιπόν από το να πεθάνει μάταια, είναι προτιμότερο να τον σώσει; Κι αν εκείνος έχει ήδη αποφασίσει να πατήσει το κουμπί, αλλά δεν το έχει κάνει ακόμα; Από το να πεθάνουν και οι δύο εξαιτίας της αδράνειάς τους, ίσως είναι καλύτερα να πατήσει, τελικά, το κουμπί και να σώσει το φίλο του. Ιδανικά, βέβαια, θα ήθελε να περιμένει έως την τελευταία στιγμή, μήπως και ο άλλος έχει ήδη αποφασίσει να θυσιαστεί! Αλλά ποια είναι εκείνη η οριακή στιγμή κατά την οποία πρέπει να πατήσει το κουμπί, πριν παρέλθει ο χρόνος και πεθάνουν αμφότεροι; Προφανώς, εδώ τίθενται ζητήματα ακρίβειας χρονομέτρησης και, φυσικά, ταχύτητας αντανακλαστικών…

Εξωφρενικά διλήμματα σαν τα προαναφερθέντα είναι αρκετά δημοφιλή στη φιλοσοφία, εν μέρει εξαιτίας των απίθανων καταστάσεων που περιγράφουν. Όμως το ενδιαφέρον γύρω από αυτά δεν θα ήταν τόσο ζωηρό, αν δεν έβρισκαν εφαρμογή σε πραγματικές, καθημερινές καταστάσεις που προκύπτουν, π.χ., στους χώρους της πολιτικής, της οικονομίας — ακόμη και της διαφήμισης. Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, για παράδειγμα, η εξαιρετικά τεταμένη πολιτική και στρατιωτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε μεταξύ ανατολικού και δυτικού μπλοκ, κάλλιστα θα μπορούσε να συνοψιστεί σε ένα μόνο, σκληρό δίλημμα: Προληπτική, αιφνίδια και απρόκλητη επίθεση ή αφανισμός από τον αντίπαλο.

Ψυχρός πόλεμος
Τέσσερα χρόνια μετά τη ρίψη των βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, οι Σοβιετικοί δοκίμασαν επιτυχώς την πρώτη ατομική τους βόμβα, στη Σιβηρία. Πολύ πιο σύντομα από όσο περίμεναν οι δυτικοί παρατηρητές, στον κόσμο υπήρχαν, πλέον, δύο πυρηνικές δυνάμεις. Η κατασκευή της βόμβας από πλευράς Σοβιετικής Ένωσης αποτέλεσε την έναρξη μιας ξέφρενης κούρσας πυρηνικών εξοπλισμών — αν και στην πραγματικότητα η κούρσα είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα. Σκοπός Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης ήταν να διατηρούν διαρκώς πυρηνική υπεροχή έναντι του αντιπάλου, σε σημείο που να μπορούν να εξαπολύσουν μια αιφνίδια, αποτελεσματική επίθεση και ταυτόχρονα να υποστούν τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να γνωρίζει αν και πότε ακριβώς ο άλλος σκόπευε να χτυπήσει, ενώ σε καταστάσεις κρίσης ο πειρασμός να εγκριθεί η εξαπόλυση μιας πυρηνικής επίθεσης ήταν μεγάλος. Μιας επίθεσης που, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ήταν δυνατό να αφανίσει ολοσχερώς ένα ολόκληρο έθνος — και μάλιστα σε ελάχιστο χρόνο. Αυτό το γνώριζαν καλά αμφότεροι οι αντίπαλοι και, ακόμη κι αν κάποιος δεν ήταν διατεθειμένος να επιτεθεί, μολαταύτα φοβόταν πως θα μπορούσε να είναι το θύμα μιας αιφνίδιας επίθεσης από τον άλλον.

Στο Δυτικό κόσμο, τη δεκαετία του 1950 αρκετοί ήταν εκείνοι που εξέταζαν σοβαρά την ιδέα μιας αιφνίδιας, απρόκλητης πυρηνικής επίθεσης προς τη Σοβιετική Ένωση. Η όλη ιδέα ονομάστηκε “αποτρεπτικός πόλεμος” και στόχο είχε αφενός την αποτροπή ενός πυρηνικού χτυπήματος από πλευράς των Σοβιετικών, αφετέρου την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας κυβέρνησης από πλευράς των Δυτικών. Σήμερα, εξετάζοντας κάποιος την όλη ιδέα εύκολα θα συμπέραινε ότι οι υποστηρικτές της δεν θα μπορούσαν παρά να είναι μόνο παρανοϊκοί, αδίστακτοι άνθρωποι. Κι όμως, την εποχή εκείνη υπήρχαν επιφανείς, ευφυείς επιστήμονες –όχι αποκλειστικά στρατιωτικοί ή πολιτικοί–, οι οποίοι όχι μόνο σκέπτονταν σοβαρά την πιθανότητα μιας απρόκλητης πυρηνικής επίθεσης, επιπρόσθετα προωθούσαν και υποστήριζαν δημόσια τη λογική μιας τέτοιας κίνησης. Μεταξύ αυτών των επιστημόνων ήταν οι μαθηματικοί John Von Neumann (1903 – 1957), ο πατέρας των σύγχρονων υπολογιστών, και Bertrand Russel (1872 – 1970), γνωστός και για τη συμβολή του στη φιλοσοφία.

Οι Russel και Neumann ήσαν αρκετά διαφορετικοί χαρακτήρες, ωστόσο και δύο είχαν καταλήξει στο λογικό, όπως υποστήριζαν, συμπέρασμα, ότι στον κόσμο δεν υπάρχει χώρος για δύο πυρηνικές δυνάμεις. Αν και γενικότερα οι μαθηματικοί δεν φημίζονται για τη συμμετοχή τους στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα –τουναντίον, έχουν την τάση να αγνοούν ή ακόμη και να σνομπάρουν οτιδήποτε έχει να κάνει με την πεζή πραγματικότητα–, οι δύο άνδρες είχαν εκφραστεί ανοικτά υπέρ ενός αποτρεπτικού πολέμου. Σε ομιλία του το 1947, ο Russel είχε εικάσει πως η Ρωσία, έστω και απρόθυμα, θα υποχωρούσε σε ένα πιθανό τελεσίγραφο από πλευράς της Αμερικής, που θα την απειλούσε με ολοκληρωτική καταστροφή εκτός κι αν υποτασσόταν σε μια παγκόσμια, αμερικανική κυβέρνηση. Σύμφωνα πάντα με τη συλλογιστική του Russel, σε διαφορετική περίπτωση –και με την προϋπόθεση ότι το χτύπημα θα γίνονταν έγκαιρα–, το πιθανότερο ήταν πως η ανθρωπότητα θα επιβίωνε έναν πυρηνικό πόλεμο και, τελικά, θα προέκυπτε μια και μοναδική υπερδύναμη, αυτό δηλαδή που χρειαζόταν ο κόσμος ολόκληρος. Ο Von Neumann τηρούσε μια ακόμα πιο σκληρή στάση, προσπερνώντας το στάδιο των πολιτικών πιέσεων και απειλών και υποστηρίζοντας τη λογική της αιφνίδιας επίθεσης. Σύμφωνα με το περιοδικό Life, ο Neumann φερόταν να είχε πει: “Αν λέτε να τους βομβαρδίσουμε αύριο, σας απαντώ γιατί όχι σήμερα; Αν λέτε να τους βομβαρδίσουμε σήμερα στις πέντε, σας λέω γιατί όχι στη μία;”.

Κανείς από τους δύο άντρες δεν ήταν οπαδός του Κομουνισμού, ωστόσο η σκληρότητα των απόψεών τους δεν αποτελούσε προϊόν πολιτικών πεποιθήσεων. Αντιθέτως, πίστευαν ακράδαντα ότι ο αποτρεπτικός πόλεμος είναι η μόνη λογική πορεία δράσης σε έναν κόσμο εντεινόμενου ανταγωνισμού πυρηνικών εξοπλισμών. Σήμερα, μερικές μόλις δεκαετίες αργότερα, η λογική του αποτρεπτικού πολέμου φαντάζει ως ένα εξάμβλωμα μιας αρρωστημένης ψυχροπολεμικής κατάστασης. Κι όμως, παρόμοια διλήμματα και καταστάσεις προκύπτουν παντού και διαρκώς. Για παράδειγμα, τι πρέπει να κάνει μία χώρα όταν η εθνική της ασφάλεια δείχνει να ενδυναμώνεται μέσα από την οδό μιας επιθετικής εξωτερικής πολιτικής; Τι οφείλει να πράττει ένας απλός άνθρωπος, όταν το προσωπικό του συμφέρον έρχεται σε σύγκρουση με το συμφέρον άλλων ανθρώπων ή με το καλό του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου; Είναι άραγε προτιμότερος ο παραμερισμός του στενού, προσωπικού συμφέροντος για χάρη της συνεργασίας, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν σοβαρά ζητήματα που διακυβεύονται;

Πιεστικά ερωτήματα σαν τα προηγούμενα είναι δυνατόν να διερευνηθούν εξετάζοντας ένα ιδιαίτερα απλό –αλλά εξόχως διαφωτιστικό– σενάριο. Περιγράφει μία κατάσταση που λίγοι έχουν βιώσει στην πράξη, ωστόσο σχεδόν όλοι την έχουμε δει να εκτυλίσσεται στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο — και μάλιστα πολλές φορές.

Το δίλημμα του φυλακισμένου
Ποια είναι η δημοφιλέστερη πρακτική που ακολουθούν οι πράκτορες του FBI προκειμένου να πείθουν τους κρατουμένους να συνεργάζονται μαζί τους, προς την εξιχνίαση μιας υπόθεσης; Δεν χρειάζεται να έχει υπηρετήσει κάποιος στα σώματα ασφαλείας ή στις μυστικές υπηρεσίες, ώστε να δώσει τη σωστή απάντηση. Αρκεί να θυμηθεί ένα σκηνικό που βλέπει να παίζεται ξανά και ξανά σε πάμπολλες αστυνομικές σειρές και ταινίες. Στην Ελληνική αργκό, την εν λόγω πρακτική αλλαγής στάσης τη λέμε ψάρωμα: Δώσε στον άλλον να καταλάβει πως είναι αντιμέτωπος με μια αδιέξοδη κατάσταση και ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να συνεργαστεί μαζί σου, ειδάλλως οι συνέπειες θα είναι σκληρές.

Η όλη τακτική περιγράφεται με απλότητα και σαφήνεια από το λεγόμενο Δίλημμα του Φυλακισμένου, το οποίο διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1950 από τους μαθηματικούς Merrill Flood και Melvin Dresher, όταν εργάζονταν στο μη κερδοσκοπικό οργανισμό RAND. Ο καναδικής καταγωγής Αμερικανός μαθηματικός Albert William Tucker ήταν εκείνος που τυποποίησε το δίλημμα με μαθηματικό τρόπο, και του έδωσε το όνομα με το οποίο έμεινε γνωστό. Από τότε έως σήμερα έχουν βγει διάφορες παραλλαγές του διλήμματος. Η κλασική διατύπωση έχει ως ακολούθως.

Δύο ύποπτοι για ένα έγκλημα, έστω Α και Β, συλλαμβάνονται από την αστυνομία. Οι ντετέκτιβ που ασχολούνται με την υπόθεση έχουν αρκετά στοιχεία για να τους απαγγείλουν κατηγορίες, οι οποίες αρκούν για την απόδοση ποινών. Όμως την ίδια στιγμή είναι σχεδόν βέβαιοι (ίσως από ένστικτο) ότι οι Α και Β είναι πολύ περισσότερο μπλεγμένοι αλλά κρατάνε τη σιωπή τους. Αν με κάποιον τρόπο μπορέσουν να εκμαιεύσουν τις κατάλληλες πληροφορίες, θα αποκαλύψουν μια σαφώς εκτενέστερη απάτη και θα μπορέσουν να απαγγείλουν βαρύτερες κατηγορίες, οι οποίες, φυσικά, σημαίνουν και βαρύτερες ποινές. Προς τούτο, αρχικά οι ντετέκτιβ οδηγούν τους κρατουμένους Α και Β σε διαφορετικά δωμάτια. Ακολούθως επισκέπτονται τον καθένα ξεχωριστά και του εξηγούν πώς έχουν τα πράγματα. Λένε στον Α: Αν καταθέσεις κατά του Β και εκείνος παραμείνει σιωπηλός, τότε σε αφήνουμε ελεύθερο και ο Β καταδικάζεται με ποινή δεκαετούς φυλάκισης. Αν δεν μιλήσεις και ο Β επίσης δεν μιλήσει, τότε και οι δύο καταδικάζεστε με εξάμηνη φυλάκιση. Τέλος, αν καταθέσεις κατά του Β και το ίδιο κάνει και εκείνος για εσένα, τότε και οι δύο πηγαίνετε φυλακή για δύο χρόνια έκαστος. Αφού ενημερώσουν τον Α, οι ντετέκτιβ επισκέπτονται τον Β και του λένε ακριβώς τα ίδια. Πλέον, κάθε κρατούμενος έχει να επιλέξει μεταξύ σιωπής και προδοσίας. Φυσικά, το δίλημμα υφίσταται διότι κανείς από τους δύο δεν είναι απολύτως βέβαιος για το τι θα αποφασίσει ο άλλος! Απαλλαγμένο από τις περιττές λεπτομέρειες, το Δίλημμα του Φυλακισμένου μπορεί να συνοψιστεί σε έναν μικρό πίνακα.

                --------------------------------------------------------------
                | B σιωπηλός                    | Β προδίδει
------------------------------------------------------------------------------
Α σιωπηλός      | 6 μήνες φυλακή                | Β φεύγει ελεύθερος
                | στον καθένα                   | Α φυλακίζεται για 10 χρόνια
------------------------------------------------------------------------------
Α προδίδει      | Α φεύγει ελεύθερος            | 2 χρόνια φυλάκιση
                | Β φυλακίζεται για 10 χρόνια   | στον καθένα
------------------------------------------------------------------------------

Είναι προφανές πως το δίλημμα υφίσταται από τη στιγμή που κάθε φυλακισμένος ενδιαφέρεται να ελαττώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την ποινή που πρόκειται να του επιβληθεί. Ουσιαστικά, καθένας από τους Α και Β έχει δύο επιλογές: Είτε να σεβαστεί το συνεργό του, παραμένοντας σιωπηλός, είτε να τον προδώσει, ευελπιστώντας σε μια μείωση ποινής (ενδέχεται ακόμα και να φύγει ελεύθερος). Το τι ακριβώς θα συμβεί, π.χ., στον Α, εξαρτάται και από τη στάση του Β. Μόνο που ο Α δεν ξέρει τι πρόκειται να κάνει ο Β, ώστε να πράξει αναλόγως. Οι ίδιοι προβληματισμοί, φυσικά, ισχύουν και για τον Β. Ας μπούμε για λίγο στη θέση του Α και ας προσπαθήσουμε να ακολουθήσουμε τη συλλογιστική του. Αν ο συνεργός Β πρόκειται να μείνει σιωπηλός, τότε το καλύτερο για τον Α είναι να τον προδώσει κι έτσι να φύγει χωρίς να εκτίσει ούτε μια μέρα φυλακής. Αν πάλι ο Β πρόκειται να τον προδώσει, τότε η καλύτερη κίνηση για τον Α παραμένει η προδοσία, αφού έτσι θα εκτίσει μόνο δύο χρόνια φυλακής αντί για δέκα, που θα του επιβληθούν αν παραμείνει σιωπηλός. Με την προϋπόθεση ότι ο Α σκέφτεται λογικά και χωρίς συναισθηματισμούς, όλα δείχνουν πως το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να προδώσει το συνεργό του. Βεβαίως, έως ότου πάρει μιαν απόφαση, ο Β είναι πολύ πιθανό να έχει ήδη φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα: να προδώσει τον Α!

Το Δίλημμα του Φυλακισμένου από τη σκοπιά καθενός εμπλεκόμενου ξεχωριστά, είναι προφανές ότι η βέλτιστη επιλογή για τον καθένα είναι η προδοσία. Αν όμως εξετάσουμε το ζήτημα από τη σκοπιά της ομάδας –στη συγκεκριμένη περίπτωση την αποτελούν οι Α και Β–, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Πλέον, αυτό που ενδιαφέρει είναι να ελαχιστοποιηθεί η συνολική ποινή για τους Α και Β μαζί. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι να παραμείνουν και οι δύο σιωπηλοί, πετυχαίνοντας έτσι για την ομάδα συνολική ποινή ενός έτους. Σε κάθε άλλη περίπτωση το αποτέλεσμα –πάντα για την ομάδα– είναι χειρότερο: Τέσσερα χρόνια συνολικά αν προδώσουν και οι δύο ή δέκα χρόνια συνολικά, αν προδώσει ο ένας και ο άλλος παραμείνει σιωπηλός.

Θεωρία Παιγνίων
Το Δίλημμα του Φυλακισμένου αποτελεί ένα παράδειγμα παιχνιδιού από την ευρύτερη Θεωρία Παιγνίων (Game Theory) των εφαρμοσμένων μαθηματικών. Αρχικά η θεωρία επινοήθηκε ως ένα εργαλείο για τη μελέτη φαινομένων στην οικονομία κι αργότερα για την εκπόνηση στρατηγικών, στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου. Σήμερα χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση μιας πλειάδας προβλημάτων από τους χώρους της βιολογίας, της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας, της τεχνητής νοημοσύνης κ.ά. Σε γενικές γραμμές, η θεωρία εξετάζει καταστάσεις όπου οι παίκτες αναζητούν στρατηγικές με στόχο να μεγιστοποιούν τις απολαβές τους, όπως ορίζονται στα πλαίσια του υπό εξέταση προβλήματος. Επειδή οι παίκτες ενός προβλήματος της Θεωρίας Παιγνίων έχουν, γενικά, τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης, μπορούμε να πούμε ότι η θεωρία ασχολείται με τη διαρκή εύρεση της βέλτιστης συμπεριφοράς όταν οι αρνητικές και θετικές συνέπειες κάθε κίνησης δεν είναι δεδομένες, αλλά επηρεάζονται από τις κινήσεις των άλλων παικτών.

Η θεωρία άρχισε να γίνεται γνωστή στο ευρύτερο κοινό, έξω από τα στενά πλαίσια της ακαδημαϊκής κοινότητας, όταν το 1998 η αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Sylvia Nasar κυκλοφόρησε τη βιογραφία του νομπελίστα μαθηματικού και ειδήμονα της Θεωρίας Παιγνίων, John Forbes Nash. Τρία χρόνια αργότερα η ζωή του Nash αποτέλεσε το κεντρικό θέμα της ταινίας Ένας Υπέροχος Άνθρωπος (A Beautiful Mind), με τον Russell Crowe.

Διλήμματα στην καθημερινή ζωή
Παρά το όνομά του, το Δίλημμα του Φυλακισμένου έχει εφαρμογές –ή έστω μπορεί να μεταφερθεί– και σε πάμπολλες πραγματικές καταστάσεις που προκύπτουν στην πολιτική, στην οικονομία κ.ο.κ. Στην πολιτική επιστήμη, για παράδειγμα, το Δίλημμα του Φυλακισμένου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει το πρόβλημα του ανταγωνισμού εξοπλισμών μεταξύ δύο κρατών. Συγκεκριμένα, και τα δύο κράτη έχουν να επιλέξουν μεταξύ της αύξησης των δαπανών για τους εξοπλισμούς ή μιας συμφωνίας, για τη σταδιακή ελάττωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Ειδικά για αυτό το τελευταίο, όμως, κανένα από τα δύο κράτη δεν είναι σε θέση να εμπιστευτεί απόλυτα το άλλο ότι πράγματι, δηλαδή, θα σεβαστεί τη συμφωνία. Έτσι, και τα δύο κράτη τείνουν προς τη συνεχή αύξηση των δαπανών για τους εξοπλισμούς. Το παράδοξο στην όλη υπόθεση είναι ότι κάθε κράτος από μόνο του δρα λογικά, μολαταύτα η συνολική κατάσταση που διαμορφώνεται είναι ξεκάθαρα παράλογη!

Ένας άλλος χώρος όπου συχνά προκύπτει μια κατάσταση ισοδύναμη με εκείνη των δύο φυλακισμένων, είναι αυτός της διαφήμισης. Υποθέστε, για παράδειγμα, ότι δύο ανταγωνίστριες εταιρείες, οι Α και Β, λανσάρουν στην αγορά ένα συγκεκριμένο προϊόν. Και οι δύο αναζητούν μια μετρική που θα τις βοηθήσει να βρουν πόσα χρήματα πρέπει να δαπανήσουν για διαφήμιση. Προφανώς, η αποτελεσματικότητα της διαφημιστικής καμπάνιας που διεξάγει η εταιρεία Α καθορίζεται, εν μέρει, από την επιτυχία της καμπάνιας που διεξάγει η Β. Βέβαια, ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την εταιρεία Β. Αν τώρα μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και οι δύο εταιρείες αποφασίσουν να διαφημίσουν τα προϊόντα τους και, επιπρόσθετα, υποθέσουμε ότι αμφότερες οι καμπάνιες είναι αποτελεσματικές, τότε καμία από τις δύο εταιρείες δεν μπορεί να περιμένει σημαντική αύξηση κερδών. Αντίθετα, τα έξοδα έχουν αυξηθεί και για τις δύο. Προφανώς, καθεμία από τις εταιρείες θα ωφεληθεί από τη μείωση των διαφημιστικών της εξόδων. Αν όμως η εταιρεία Β αποφασίσει να ελαττώσει τη διαφήμιση, τότε η Α θα ωφεληθεί αν συνεχίσει να διαφημίζει με τον ίδιο ρυθμό! Παρόμοιο θα είναι το αποτέλεσμα αν η Α ελαττώσει τη διαφήμιση. Προφανώς, δύο είναι οι δυνατές επιλογές: Η μη ρεαλιστική είναι υπέρ της διαρκούς αύξησης των διαφημιστικών εξόδων, ενώ η περισσότερο πραγματιστική κινείται προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας μεταξύ των εμπλεκομένων εταιρειών, είτε για ελάττωση της διαφήμισης είτε για πλήρη παύση. Η τελευταία αυτή προσέγγιση δεν είναι απίθανο να ακολουθηθεί στην πράξη. Στην Αμερική, για παράδειγμα, οι εταιρείες παραγωγής τσιγάρων υποστήριξαν την εφαρμογή νόμων που απαγορεύουν τη διαφήμιση τσιγάρων, όχι επειδή άρχισαν ξαφνικά να ενδιαφέρονται για την υγεία των καταναλωτών, αλλά επειδή έτσι θα μείωναν τα έξοδά τους και ταυτόχρονα θα αύξαναν τα κέρδη του κλάδου γενικότερα. Παρόμοιες συμφωνίες και κινήσεις, που αρχικά φαίνεται να προσβλέπουν στο γενικότερο καλό αλλά στην πραγματικότητα είναι υποκινούμενες από οικονομετρικά και μόνο κριτήρια, έχουμε και σε περιπτώσεις όπου διάφορες εταιρείες υιοθετούν –όλως ξαφνικώς– φιλικές προς το περιβάλλον επιχειρηματικές πρακτικές…

Η (αυθόρμητη) ανάδυση της συνεργασίας
Ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης και δημόσιας πολιτικής Robert Axelrod, εμπνεύστηκε μια επέκταση του κλασικού διλήμματος του φυλακισμένου: το λεγόμενο Επαναλαμβανόμενο Δίλημμα του Φυλακισμένου (Iterated Prisoner’s Dilemma, στο εξής IPD). Στο IPD, οι εμπλεκόμενοι επιλέγουν τη στρατηγική τους πολλές φορές, έχοντας μνήμη του τι συνέβη στο παρελθόν. Για παράδειγμα, ο φυλακισμένος Α θυμάται αν την προηγούμενη φορά ο Β τον πρόδωσε ή όχι και το γεγονός αυτό το λαμβάνει υπόψη πριν αποφασίσει τι θα κάνει αυτή τη φορά. Ο Axelrod προσκάλεσε ερευνητές από την παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα να γράψουν προγράμματα υπολογιστή, τα οποία θα συμμετείχαν σε ένα πρωτάθλημα IPD. Οι πράκτορες (agents) καθενός προγράμματος ακολουθούσαν ποικίλες στρατηγικές, οι οποίες προσομοίωναν σε διαφορετικό βαθμό χαρακτηριστικά όπως, π.χ., αρχική επιθετικότητα, εκδικητικότητα, διάθεση για συγχώρεση κ.ο.κ. Τα αποτελέσματα του πρωταθλήματος ο Axelrod τα περιγράφει, μεταξύ άλλων, στο βιβλίο του Η Εξέλιξη της Συνεργασίας (The Evolution of Cooperation).

Ο Axelrod ανακάλυψε πως όταν το IPD παιζόταν αρκετές φορές, οι άπληστες στρατηγικές αποδεικνύονταν ασθενέστερες των περισσότερων αλτρουιστικών. Ξεκινώντας από τα πειραματικά αυτά αποτελέσματα, ο Axelrod έδειξε ένα γενικό, εξελικτικό μηχανισμό που εξηγούσε πώς είναι δυνατόν να προκύψει μια συμπεριφορά που διέπεται από έφεση για συγχώρεση και συνεργασία. Αυτή η τάση, μάλιστα, είναι δυνατόν να αναδυθεί ακόμα και μέσα από καθαρά εγωκεντρικές, αρχικές στρατηγικές. Με άλλα λόγια, ακολουθώντας μια ξεκάθαρα ψυχρή, μαθηματική οδό, ο Axelrod κατέληξε στο ουτοπιστικό συμπέρασμα ότι, εγωιστικά άτομα, τα οποία κινούνται για την εκπλήρωση του προσωπικού τους συμφέροντος και μόνο, είναι δυνατό να μεταμορφωθούν σε μη-ζηλόφθονα, γεμάτα από κατανόηση για τους άλλους άτομα.

Υπό το φως των ανακαλύψεων του Axelrod είναι δυνατόν να επαναπροσδιοριστεί ο ορισμός της λογικής συμπεριφοράς, που βάζει πάνω απ’ όλα το προσωπικό συμφέρον. Μακροπρόθεσμα, ίσως είναι περισσότερο λογικό να αποκτά μεγαλύτερη προτεραιότητα το καλό του κοινωνικού συνόλου ή, γενικότερα, του ευρύτερου περιβάλλοντος. Αλλά μάλλον όλοι το γνωρίζουμε αυτό, έστω κι αν κάποιες φορές δείχνουμε μια “προθυμία” να το ξεχνάμε. Και ξαφνικά, έρχονται τα απρόσωπα μαθηματικά μαζί με τα άψυχα προγράμματα, και μας θυμίζουν το αυτονόητο.

Παράξενο;
https://deltahacker.gr