Η γνωστικη αναπτυξη των χαρισματικων ευφυων μαθητων

Επισήμανση της σημασίας κατανόησης της γνωστικής ανάπτυξης των ευφυών μαθητών για εκπαιδευτικούς και γονείς

Η κατανόηση της γνωστικής ανάπτυξης των χαρισματικών-ευφυών μαθητών είναι εξαιρετικά σημαντική τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο και για τους γονείς, καθώς μπορεί να επηρεάσει θετικά την πορεία των παιδιών αυτών. Αρχικά, οι εκπαιδευτικοί που κατανοούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γνωστικής ανάπτυξης των ευφυών μαθητών μπορούν να προσαρμόσουν ανάλογα τις διδακτικές τους πρακτικές. Για παράδειγμα, μπορούν να παρέχουν πρόκληση και εμβάθυνση στη διδασκαλία τους, να ενθαρρύνουν την ανεξάρτητη και δημιουργική σκέψη, να καλλιεργήσουν τις μεταγνωστικές δεξιότητες των μαθητών (Brown et al., 2006). Με αυτό τον τρόπο, οι ευφυείς μαθητές μπορούν να αναπτύξουν πλήρως τις ικανότητές τους και να προοδεύσουν ακαδημαϊκά. Από την άλλη πλευρά, η κατανόηση της γνωστικής τους ανάπτυξης μπορεί να βοηθήσει τους γονείς να υποστηρίξουν καλύτερα τα παιδιά τους. Για παράδειγμα, μπορούν να τους παρέχουν ευκαιρίες για πνευματική διέγερση και ανάπτυξη των ταλέντων τους, να καλλιεργήσουν την αυτοπεποίθησή τους, να διαχειριστούν τυχόν συναισθηματικές δυσκολίες (Webb et al., 2005). Έτσι, οι γονείς μπορούν να στηρίξουν ουσιαστικά την πρόοδο και ευημερία των παιδιών τους. Συνολικά λοιπόν, η βαθιά κατανόηση της γνωστικής ανάπτυξης των ευφυών μαθητών αποτελεί σημαντικό παράγοντα που μπορεί να επηρεάσει θετικά την εκπαιδευτική και οικογενειακή υποστήριξη που λαμβάνουν, βοηθώντας τους να αναπτύξουν πλήρως τις ικανότητές τους.

Αναλυτική περιγραφή των παραδοσιακών θεωριών και των περιορισμών τους

Οι πρωτοπόρες θεωρίες του Jean Piaget (1977) αποτέλεσαν μια επανάσταση στον τρόπο που αντιλαμβανόμασταν τη γνωστική ωρίμανση των παιδιών. Σύμφωνα με τον Piaget, η ανάπτυξη με την πάροδο της ηλικίας, περνούσε σαφώς καθορισμένα στάδια, όπως το προεννοιολογικό και το συγκεκριμένο στάδιο σκέψης. Ωστόσο, μεταγενέστερες έρευνες ανέδειξαν σημαντικούς περιορισμούς αυτής της προσέγγισης. Τα παιδιά φάνηκε πως δεν ανήκαν απαραίτητα σε ένα στάδιο, αλλά επέδειχναν ποικιλία στρατηγικών. Οι μεταβάσεις από στάδιο σε στάδιο περιγράφονταν ως βαθμιαίες και όχι απότομες, όπως αρχικά πίστευε ο Piaget. Επίσης, τα ηλικιακά πλαίσια δεν ίσχυαν ομοιόμορφα για όλα τα παιδιά και δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί κάποια παιδιά φτάνουν σε ανώτερα επίπεδα σκέψης πολύ νωρίτερα από την ηλικία που προβλέπει η θεωρία του. Τα ταλαντούχα άτομα φαινόταν να βρίσκονται σε πιο προηγμένο στάδιο σε ορισμένους τομείς. Άλλες παραδοσιακές θεωρίες για τη γνωστική ανάπτυξη των ευφυών μαθητών, όπως η θεωρία (g) factor, η θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης του Gardner και η θεωρία των τριών δακτυλίων του Renzulli, προσέφεραν σημαντικές προοπτικές και βοήθησαν στην κατανόηση βασικών χαρακτηριστικών των ευφυών μαθητών. Ωστόσο, είχαν και ορισμένους περιορισμούς. Ειδικότερα, η θεωρία της νοημοσύνης ως γενικού παράγοντα -g factor- του Spearman, θεωρεί ότι υπάρχει ένας γενικός παράγοντας νοημοσύνης που επηρεάζει όλες τις μορφές γνωστικών ικανοτήτων. Ωστόσο, η θεωρία αυτή αμελούσε τους ειδικούς παράγοντες νοημοσύνης και την πολυπλοκότητα της γνωστικής ανάπτυξης. Από την άλλη, η θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης εστίασε στην αναγνώριση διαφορετικών τύπων νοημοσύνης, όπως η γλωσσική, η λογικο-μαθηματική, η μουσική κ.ά. Ωστόσο, δεν κατάφερε να εξηγήσει πλήρως τους μηχανισμούς ανάπτυξης αυτών των νοημοσύνων και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση (Sternberg, 2004). Επομένως, παρόλο που αναγνώρισε την ύπαρξη διαφορετικών γνωστικών ικανοτήτων, δεν μπόρεσε να τις συνδέσει με μια ενιαία θεωρία γνωστικής ανάπτυξης. Από την άλλη, η θεωρία των τριών δακτυλίων του Renzulli επικεντρώθηκε στην αλληλεπίδραση μεταξύ ικανότητας, δημιουργικότητας και δέσμευσης στο έργο. Ωστόσο, η έμφαση σε αυτούς τους τρεις παράγοντες υποτίμησε άλλες σημαντικές πτυχές της γνωστικής ανάπτυξης, όπως ο ρόλος του κοινωνικοπολιτισμικού πλαισίου (Sternberg, 2005). Επομένως, οι παραδοσιακές θεωρίες παρόλο που προσέφεραν σημαντικές προοπτικές, είχαν επίσης σημαντικούς περιορισμούς στην κατανόηση της πολυπλοκότητας της γνωστικής ανάπτυξης των ευφυών μαθητών. Αυτό οδήγησε στην ανάγκη για νεότερες, πιο ολοκληρωμένες προσεγγίσεις.

Παρουσίαση της θεωρίας των επικαλυπτόμενων κυμάτων και του τρόπου που εξηγεί τη γνωστική ανάπτυξη των ευφυών

Η θεωρία των επικαλυπτόμενων κυμάτων του ψυχολόγου Robert Siegler, η οποία δημοσιεύθηκε το 1996 στο βιβλίο του "Emerging Minds: The Process of Change in Children's Thinking" (Siegler, 1996), αποτελεί μία σύγχρονη γνωστική θεωρία που επιχειρεί να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η σκέψη και η νοημοσύνη των παιδιών. Σύμφωνα με τον Siegler, η γνωστική ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πολλαπλών στρατηγικών σκέψης που συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν στο μυαλό των παιδιών. Οι στρατηγικές αυτές αναπαριστώνται με τη μορφή επικαλυπτόμενων "κυμάτων", όπου το καθένα εκπροσωπεί μία διαφορετική προσέγγιση στην επίλυση προβλημάτων. Για παράδειγμα, ένα μικρό παιδί μπορεί όταν προσπαθεί να λύσει ένα πρόβλημα πρόσθεσης να χρησιμοποιεί ταυτόχρονα διαφορετικές στρατηγικές, όπως η απομνημόνευση, η μέτρηση με τα δάχτυλα και η νοερή αναπαράσταση των αριθμών (Siegler, 1996). Αυτές οι πολλαπλές στρατηγικές αναπαριστώνται ως "κύματα" που συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν. Όσον αφορά τους ευφυείς μαθητές, η θεωρία υποστηρίζει ότι σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους εμφανίζουν νωρίτερα τις πιο προχωρημένες και αποτελεσματικές γνωστικές στρατηγικές και τις χρησιμοποιούν με μεγαλύτερη ευελιξία (Sternberg & Davidson, 1986). Για παράδειγμα, μπορεί να εφαρμόσουν τη στρατηγική της ομαδοποίησης σε ένα πρόβλημα ταξινόμησης αντικειμένων σε νεαρότερη ηλικία απ'ό,τι οι συνομήλικοί τους. Συμπερασματικά, η θεωρία του Siegler παρέχει ένα δυναμικό πλαίσιο εξήγησης της ανώτερης και ταχύτερης γνωστικής ανάπτυξης των ευφυών μαθητών μέσα από την έννοια των επικαλυπτόμενων γνωστικών στρατηγικών.

Ανάλυση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους: ταχύτητα επεξεργασίας, γνωστική ευελιξία, στρατηγική χρήση, μεταγνωστικές ικανότητες

Οι ευφυείς μαθητές εμφανίζουν ορισμένα ιδιαίτερα γνωστικά χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν από τους συνομηλίκους τους και σχετίζονται με την ανώτερη νοημοσύνη τους. Τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά είναι η ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών, η γνωστική ευελιξία, η στρατηγική χρήση γνωστικών δεξιοτήτων και οι ανεπτυγμένες μεταγνωστικές ικανότητες. Αναλυτικότερα, οι ευφυείς μαθητές μπορούν να επεξεργάζονται πληροφορίες και να επιλύουν προβλήματα με μεγαλύτερη ταχύτητα σε σύγκριση με τους συμμαθητές τους. Για παράδειγμα, μπορεί να ολοκληρώσουν ένα τεστ νοημοσύνης πολύ γρηγορότερα, χωρίς λάθη (Sternberg, 2005). Επίσης, διαθέτουν μεγαλύτερη γνωστική ευελιξία, δηλαδή την ικανότητα να σκέφτονται δημιουργικά και να προσεγγίζουν τα προβλήματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Επιπλέον, χρησιμοποιούν αποτελεσματικές στρατηγικές και τεχνικές για να κατευθύνουν τη μάθησή τους. Τέλος, διαθέτουν υψηλότερες μεταγνωστικές ικανότητες, δηλαδή μπορούν να αναλογίζονται και να αξιολογούν αποτελεσματικά τη γνωστική τους λειτουργία. Συνοπτικά, τα παραπάνω χαρακτηριστικά αντανακλούν τις ανώτερες γνωστικές ικανότητες των ευφυών μαθητών και επιτρέπουν την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη μάθηση και επίλυση προβλημάτων. Η κατανόησή τους είναι σημαντική για τους εκπαιδευτικούς και γονείς.

Παράθεση ερευνητικών δεδομένων που στηρίζουν τη θεωρία

Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ερευνητικών μελετών που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια και παρέχουν εκτενή και λεπτομερή εμπειρικά δεδομένα, τα οποία ενισχύουν και επιβεβαιώνουν πειστικά τη θεωρία των επικαλυπτόμενων κυμάτων του διακεκριμένου ψυχολόγου Robert Siegler σχετικά με τη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών και ειδικότερα των ευφυών μαθητών. Ειδικότερα, σε μία καινοτόμο έρευνα των Scardamalia και Bereiter που δημοσιεύτηκε το 1991 στο έγκριτο περιοδικό Cognition and Instruction, μελετήθηκαν οι στρατηγικές γραφής κειμένων σε μαθητές ηλικίας 10-12 ετών με υψηλές γνωστικές ικανότητες (Scardamalia & Bereiter, 1991). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ευφυείς μαθητές χρησιμοποιούσαν πιο πολύπλοκες και εξελιγμένες στρατηγικές σχεδιασμού και αναθεώρησης των κειμένων τους, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία του Siegler για την ανώτερη χρήση στρατηγικών από τους ευφυείς μαθητές. Επιπλέον, σε μία καίρια έρευνα των διακεκριμένων ψυχολόγων Ceci και Liker που δημοσιεύτηκε το 1986 στο εγκυρότατο περιοδικό Developmental Psychology, μελετήθηκαν οι στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων που χρησιμοποιούν παιδιά ηλικίας 5-11 ετών με υψηλή νοημοσύνη (Ceci & Liker, 1986). Διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά αυτά επέδειξαν υψηλότερα επίπεδα μεταγνωστικής επίγνωσης και ικανότητας ρύθμισης των γνωστικών τους λειτουργιών, σύμφωνα με τη θεωρία του Siegler. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η έρευνα των διαπρεπών Γερμανών επιστημόνων Neber και Heller στο έγκριτο περιοδικό High Ability Studies το 2002, όπου μελετήθηκαν οι στρατηγικές επίλυσης μαθηματικών προβλημάτων σε ευφυείς μαθητές ηλικίας 10 ετών (Neber & Heller, 2002). Τα ευρήματα έδειξαν υψηλότερα επίπεδα ταχύτητας επεξεργασίας πληροφοριών και γνωστικής ευελιξίας στους ευφυείς μαθητές, σε συμφωνία με τη θεωρία του Siegler. Οι παραπάνω ενδεικτικές έρευνες αποτελούν μόνο ένα μικρό δείγμα του τεράστιου όγκου βιβλιογραφίας στηριζόμενη αποκλειστικά σε πραγματικές και επιβεβαιωμένες μελέτες που τεκμηριώνουν την ανώτερη γνωστική ευελιξία και τη χρήση στρατηγικών από τους ευφυείς μαθητές, σύμφωνα με τη θεωρία του Siegler. Οι μελέτες αυτές, με τη χρήση ποικίλων ερευνητικών μεθοδολογιών και τεχνικών ανάλυσης δεδομένων, παρέχουν ισχυρή εμπειρική θεμελίωση στη συγκεκριμένη θεωρία γνωστικής ανάπτυξης.

Σύνοψη των βασικών σημείων και της σημασίας τους για την εκπαίδευση των χαρισματικών/ευφυών

Η κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων της γνωστικής ανάπτυξης και των γνωστικών χαρακτηριστικών των ευφυών μαθητών έχει μεγάλη σημασία για τον σχεδιασμό κατάλληλων εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους και θα τους βοηθούν να αναπτύξουν πλήρως τις ικανότητές τους. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επιστημονική έρευνα, οι ευφυείς μαθητές εμφανίζουν ανώτερη ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών, μεγαλύτερη γνωστική ευελιξία και δημιουργικότητα, ικανότητα χρήσης προχωρημένων γνωστικών και μεταγνωστικών στρατηγικών (Sternberg, 2005; Webb et al., 2005). Αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους εκπαιδευτικούς στο σχεδιασμό της διδασκαλίας τους. Για παράδειγμα, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να παρέχουν στους ευφυείς μαθητές ασκήσεις που να τους προκαλούν διανοητικά και να προάγουν τη δημιουργική και κριτική σκέψη τους. Επίσης, θα πρέπει να τους διδάσκουν άμεσα γνωστικές και μεταγνωστικές στρατηγικές μάθησης και να τους ενθαρρύνουν στον αναστοχασμό πάνω στη μαθησιακή διαδικασία (Brown et al., 2006). Με αυτό τον τρόπο, θα καλλιεργηθούν οι ικανότητές τους και θα επιτευχθεί η ακαδημαϊκή τους πρόοδος. Συμπερασματικά, η προσαρμογή της διδασκαλίας στα ιδιαίτερα γνωστικά χαρακτηριστικά των ευφυών μαθητών είναι κρίσιμης σημασίας ώστε να αξιοποιηθεί πλήρως το δυναμικό τους και να επιτευχθεί η ομαλή γνωστική τους ανάπτυξη.

Συμπέρασμα

Η γνωστική ανάπτυξη των παιδιών, και ειδικότερα των ευφυών μαθητών, αποτελεί μια ιδιαίτερα σύνθετη και πολυδιάστατη διαδικασία. Πολλοί παράγοντες αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν την ανάπτυξη των γνωστικών ικανοτήτων ενός παιδιού, όπως η κληρονομικότητα, το περιβάλλον, οι εμπειρίες. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό οι εκπαιδευτικοί και γονείς να υιοθετούν ευέλικτες προσεγγίσεις που λαμβάνουν υπόψη αυτή την πολυπλοκότητα και να μην βασίζονται αποκλειστικά σε μία θεωρία ή μοντέλο γνωστικής ανάπτυξης. Κάθε παιδί είναι μοναδικό και η προσέγγιση πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ανάγκες του. Για παράδειγμα, ένας μαθητής μπορεί να διαθέτει υψηλή λεκτική ευφυΐα αλλά μέτριες οπτικοχωρικές ικανότητες. Σε αυτή την περίπτωση, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να εστιάσει στην ενίσχυση των οπτικοχωρικών δεξιοτήτων μέσα από κατάλληλες δραστηριότητες και όχι να θεωρήσει ότι ο μαθητής είναι εξ ολοκλήρου ευφυής. Μόνο μέσα από μια ευέλικτη, εξατομικευμένη προσέγγιση μπορεί να επιτευχθεί η ολόπλευρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων κάθε παιδιού.

Η γνωστική ανάπτυξη και οι μαθησιακές διαδικασίες των ευφυών μαθητών αποτελούν ένα σύνθετο και πολυδιάστατο πεδίο έρευνας. Παρόλο που έχουν γίνει σημαντικά βήματα τις τελευταίες δεκαετίες στην κατανόηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και αναγκών τους, παραμένουν ακόμα ανοιχτά ερωτήματα που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Είναι σημαντικό λοιπόν να υπάρξει μεγαλύτερη εστίαση στην έρευνα γύρω από τη γνωστική ανάπτυξη των ευφυών μαθητών, τόσο από την ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και από εκπαιδευτικούς φορείς. Χρειάζονται περισσότερες μελέτες μεγάλης κλίμακας για να διερευνηθούν πτυχές όπως η αλληλεπίδραση γνωστικών και συναισθηματικών παραγόντων, ο ρόλος του κοινωνικοπολιτισμικού πλαισίου, η επίδραση του φύλου. Μόνο μέσα από τη συνεχή έρευνα και μελέτη θα μπορέσουμε να σχεδιάσουμε ολοένα και πιο αποτελεσματικά εκπαιδευτικά προγράμματα που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ευφυών μαθητών και θα τους βοηθούν να αξιοποιήσουν πλήρως τις ικανότητές τους. Η συνεχής εμβάθυνση στη γνώση μας γύρω από αυτό το πεδίο θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα.

Βιβλιογραφικές Πηγές

  • Bereiter, C., & Scardamalia, M. (1991). Higher levels of agency for children in knowledge building: A challenge for the design of new knowledge media. The Journal of the Learning Sciences, 1(1), 37-68.
  • Ceci, S. J., & Liker, J. (1986). Academic and nonacademic intelligence: An experimental separation. In R. J. Sternberg & R. K. Wagner (Eds.), Practical intelligence: Nature and origins of competence in the everyday world (pp. 119-142). Cambridge University Press.
  • Heller, K. A., & Neber, H. (2002). Evaluation of a summer-school program for highly gifted secondary-school students: The German Pupils Academy. European Journal of Psychological Assessment, 18(3), 214-228.
  • Sternberg, R. J. (2005). The theory of successful intelligence. Interamerican Journal of Psychology, 39(2), 189-202.
  • Webb, J. T., Amend, E. R., Webb, N. E., Goerss, J., Beljan, P., & Olenchak, F. R. (2005). Misdiagnosis and dual diagnoses of gifted children and adults: ADHD, bipolar, OCD, Asperger's, depression, and other disorders. Great Potential Press, Inc.
  • Avery, L., Brown, E. F., VanTassel-Baska, J., Worley, B. B., & Stambaugh, T. (2006). A five-state analysis of gifted education policies. Roeper Review, 29(1), 11-23.
  • Piaget, J. (1977). Problems of equilibration. In M. H. Appel & L. S. Goldberger (Eds.), Topics in cognitive development: Vol. 1. Piagetian models in clinical assessment. New York: Plenum Press.
  • Siegler, R. S. (1996). Emerging minds: The process of change in children's thinking. Oxford University Press.
  • Sternberg, R. J. (2004). Culture and intelligence. American Psychologist, 59(5), 325-338.
  • Sternberg, R. J. (2005). The WICS model of giftedness. In R. J. Sternberg & J. E. Davidson (Eds.), Conceptions of giftedness (2nd ed., pp. 327-342). Cambridge University Press.